Το έργο επιστρέφει στο δραματολόγιο του Εθνικού εξήντα χρόνια μετά την παράσταση του Αλέξη Σολομού, σε μια σύγχρονη μεταγραφή από τη Λένα Κιτσοπούλου που υπογράφει την ελεύθερη διασκευή του και τη σκηνοθεσία. Στην πρώτη κάθοδό της στην Επίδαυρο, η αιρετική δημιουργός, πλαισιωμένη από μία σπουδαία ομάδα συνεργατών και ηθοποιών, αναμετριέται με ένα έργο που αναστοχάζεται πάνω στις παθογένειες της δημοκρατίας μας και τις ρωγμές της δικαιοσύνης.
Στους Σφήκες, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί το όχημα της κωμωδίας για να σατιρίσει, με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της λαϊκής κυριαρχίας στην αρχαία Αθήνα. Από τη μία ένας χαιρέκακος, δικομανής ηλικιωμένος δικαστής που ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό δικαστικό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική. Μια κοινωνία εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας. Μια κοινωνία που συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο.
Στην παρούσα εκδοχή η σκηνοθεσία στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας. «…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» σημειώνει η σκηνοθέτρια που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά μας πότε τον βούρκο που μας απειλεί και πότε εκείνο το άλλο, το ιδεώδες, που μας εξυψώνει.
Η παράσταση προτείνεται σε θεατές από 15 ετών και άνω.
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.