Το θεατρικό έργο του Πολωνού συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς «Υβόννη, Πριγκίπισσα της Βουργουνδίας» (1935) θα παρουσιάσει για λίγες παραστάσεις η Σοφία Φιλιππίδου, η οποία υπογράφει τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική επιμέλεια της θεατρικής δουλειάς.
Ανεβάσαμε το θεατρικό ΥΒΟΝΝΗ γιατί θεωρούμε πως είναι ένα πρωτότυπο έργο, προάγγελος του θεάτρου του Παραλόγου και εκτιμάμε πως η θεματική του όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω έχει πολύ ενδιαφέρον σήμερα (γι’ αυτό εξ άλλου πληθαίνουν οι παραστάσεις με έργα του Γκομπρόβιτς σε όλο τον κόσμο)». Σ.Φ.
Λίγα λόγια για το έργο
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ: Ο Πρίγκηψ Φίλιππος μνηστεύεται την απωθητική Υβόννη γιατί αισθάνεται να θίγεται η αξιοπρέπεια του από την απαίσια όψη της κοπέλας. Καθώς είναι ελεύθερο πνεύμα δεν θα υποταχθεί στην φυσική αποστροφή που εμπνέει αυτό το χαλεπό πλάσμα. Ο βασιλιάς Ιγνάτιος και η Βασίλισσα Μαργαρίτα συναινούν στην μνηστεία του γιου τους, επειδή φοβούνται το σκάνδαλο με το οποίο τους απειλεί ο Φίλιππος στην περίπτωση που αρνηθούν.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ: Η Υβόννη ερωτεύεται τον Πρίγκιπα. Αιφνιδιασμένος από αυτόν το έρωτα ο Πρίγκηψ αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποκριθεί αντρίκια και με ανθρωπιά. Θα ευχόταν να την αγαπήσει κι αυτός.
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ: Η παρουσία της Υβόννης στην Αυλή δημιουργεί επιπλοκές. Οι αρραβώνες του Πρίγκιπα δίνουν λαβή σε χλευασμούς και κουτσομπολιά. Η σιωπή και η παθητικότητα της Υβόννης φέρνουν σε δύσκολη θέση την βασιλική οικογένεια. Η ασχήμια της προκαλεί επικίνδυνους συνειρμούς, γιατί θα έλεγε κανείς πως σ' αυτήν βλέπει ο καθένας να καθρεπτίζονται τόσο οι δικές του ανεπάρκειες, όσο και των άλλων.
Στην Αυλή εξαπλώνεται μια επιδημία νοσηρού γέλιου. Ο βασιλιάς ξαναθυμάται τις παλιές του αμαρτίες. Η βασίλισσα που κρατά μυστική την γραφομανία της, δεν μπορεί πια να κρύψει από τον εαυτό της την φρίκη που της προξενούν τα ίδια της τα ποιήματα: ανακαλύπτει ότι θυμίζουν την Υβόννη.
Εξωφρενικές υποψίες έρχονται στην επιφάνεια. Η βλακεία κι ο παραλογισμός
κερδίζουν έδαφος μέρα με την μέρα. Όλοι το νιώθουν, ο Πρίγκηψ το βλέπει κι
αυτός καθαρά, αλλά δεν ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει. Αισθάνεται παράλογος ο ίδιος σε σχέση με την Υβόννη. Πώς θα μπορούσε επομένως να υπερασπίσει τον εαυτό του;
Νομίζει πως βρίσκει μια αποτελεσματική άμυνα: φιλά μπροστά στους άλλους μια κυρία της Αυλής και την μνηστεύεται, αφού προηγουμένως διαλύει τον αρραβώνα του με την Υβόννη. Ο πραγματικός χωρισμός όμως είναι αδύνατος: Ο Φίλιππος ξέρει πως η Υβόννη θα τον σκέφτεται πάντα και ότι θα φαντάζεται με τον τρόπο της, την ευτυχία του νεαρού ζεύγους. Η Υβόννη τον κρατά. Αποφασίζει να την σκοτώσει.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΑΞΗ: Ο Βασιλιάς ο Αρχιθαλαμηπόλος, η Βασίλισσα και ο Πρίγκηψ επιχειρούν ο καθένας για λογαριασμό του να σκοτώσουν την Υβόννη. Η πράξη μοιάζει πολύ κουτή, πολύ παράλογη δεν υπάρχει τυπικός λόγος που να την δικαιώνει, αντιβαίνει όλες τις συμβάσεις.
Η κτηνωδία, η αγριότητα, η βλακεία και ο παραλογισμός μεγαλώνουν συνεχώς. Ακολουθώντας την συμβουλή του Αρχιθαλαμηπόλου αποφασίζουν να οργανώσουν τον φόνο διατηρώντας όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του μεγαλείου, της κομψότητας και της ανωτερότητας. Θα είναι φόνος «εκ των άνω» και όχι «εκ των κάτω». Το εγχείρημα ευοδώνεται. Η βασιλική οικογένεια ξαναβρίσκει την γαλήνη.
*Γραμμένη από τον Βίτολντ Γκρομπόβιτς για την πρώτη δημοσίευση του έργου στο περιοδικό Skamander, το 1935
Σκηνοθετικό Σημείωμα:
Οραματιστήκαμε μια σύγχρονη παράσταση ανεβασμένη με πίστη στο έργο και
αγάπη στον συγγραφέα, ο οποίος στο έργο του "Η διαθήκη" γράφει: «η βωβή,
φοβισμένη παρουσία των αναρίθμητων ελαττωμάτων της Υβόννης αποκαλύπτει στον καθένα τις δικές του ατέλειες, τις δικές του διαστροφές, την δική του βρομιά …η αυλή δεν αργεί να γίνει ένα εκκολαπτήριο τεράτων. Και κάθε τέρας ονειρεύεται να σκοτώσει την Υβόννη. Τελικά η αυλή κινεί όλη της την μεγαλοπρέπεια την ανωτερότητα και την λάμψη της και με υψηλοφροσύνη τη δολοφονεί».
Θέλουμε στο έργο μας να λάμψει η οξύνοια και το χιούμορ του συγγραφέα και γι' αυτό κινηθήκαμε και εμείς όπως και εκείνος, με εμπιστοσύνη στην διαίσθηση μας. Επιδιώκουμε να εξάψουμε το ενδιαφέρον του θεατή, να τον αιφνιδιάσουμε, να τον καταπλήξουμε, όχι μόνο με τις εσκεμμένα παραδοξολογικές και προκλητικές σκηνές του έργου, αλλά περισσότερο μέσω της αυτοπεποίθησης μας: ότι εμείς, ακόμη και στις χειρότερές μας στιγμές, δεν εγκαταλείψαμε το πάθος για δημιουργία, είχαμε άσβεστη αγάπη για ζωή, δίψα για παιχνίδι και χαρά και εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στο έργο μας.
Σκηνοθετικά κινηθήκαμε στο δύσκολο χώρο της παρωδίας που σχοινοβατεί στο τεντωμένο σχοινί της κωμωδίας και της τραγωδίας και καταφύγαμε σε όλα τα είδη θεάτρου -από τον ποιητικό ρεαλισμό μέχρι την μπρεχτική αποστασιοποίηση με στόχο να δώσουμε στην Μορφή (εδώ την μορφή της παράστασης) τα χαρακτηριστικά που της προσδίδει ο Γκομπρόβιτς: «και φοβάμαι την Μορφή σαν να ήταν άγριο θηρίο», λέει ο ίδιος στην Διαθήκη του.
Κατά τον ίδιο η Μορφή διακατέχεται από δημιουργική μανία, είναι γεμάτη ιδιοτροπίες και διαστροφές, ιζήματα και διαλύματα, ζεύγματα και διαζεύγματα. Δεν είναι σκέτος φορμαλισμός όπως τον γνωρίσαμε μέσα από μεταμοντέρνες παραστάσεις, όπου παραμερίζεται ο παράγοντας άνθρωπος. Στον Γκομπρόβιτς η Μορφή εξισορροπείται από ανθρωπισμό, δηλαδή από το ανθρώπινο στοιχείο, από τον ανθρώπινο πόνο, την ποίηση, το πάθος, την υψηλή τέχνη. Το έργο του είναι καινούργιο, πρωτότυπο άφθαρτο ο ίδιος ισχυρίζεται πως είναι ένας γελωτοποιός, ακροβάτης προβοκάτορας: «εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια τι άλλο θέλετε»;
Ο Γκομπρόβιτς υπάρχει και ζει μέσα στο έργο του: Διάφοροι πιθανοί εαυτοί, πτυχές που μπορούσε ναενσαρκώσει μόνο μέσα από το όνειρο της θεατρικής δημιουργίας, απραγματοποίητες μορφές του εαυτού του, μια ανάγκη υπαρξιακού αυτοπροσδιορισμού. Στην Υβόννη για παράδειγμα, ερεύνησε την δική του ικανότητα για αναισθησία. Κατά την διάρκεια της τριακονταετούς εξορίας του από τον εργασιακό κόσμο του θεάτρου, δημιούργησε με την φαντασία του μια μοναδική μονοπρόσωπη εταιρεία ρεπερτορίου, της οποίας το κοινό ήταν γενικά ο ίδιος. Με την ίδια λογική, είναι δίκαιο να πούμε ότι σήμερα κάπου στον κόσμο ένας από τους εαυτούς του εμφανίζεται σχεδόν πάντα στην σκηνή και εμείς μέσα απ' αυτόν, μέσα σε όλους του τους ρόλους της παράστασης!
Τοποθεσία: «Το μαγαζάκι της τ3χνης», Ν. Νοταρά 60, Αθήνα