«Ο έρωτας! Αφαιρεί τη λογική ο έρωτας;»
Μια απαρηγόρητη Μαρκησία, που έχασε τον άντρα της έναν μήνα μόλις μετά τον γάμο τους. Η Λιζέτ, η πονηρή της υπηρέτρια. Ο εγκαταλελειμμένος απ’ την ερωμένη του Ιππότης. Ο Λουμπέν, ο αφελής υπηρέτης του. Ένας ερωτευμένος Κόμης που διεκδικεί την Μαρκησία ενώσω ο λογοτεχνικός της σύμβουλος, σταχυολογεί ψυχαγωγικά αναγνώσματα για να απαλύνουν τη μοναξιά της.
Η επιμονή της Λιζέτ να φέρει κοντά την κυρία με τον Ιππότη προκειμένου να μην χάσει η ίδια τον Λουμπέν που αγαπά, θέτει σε κίνηση έναν ολόκληρο μηχανισμό από δηλώσεις, υπεκφυγές, ανατροπές, παρεξηγήσεις, αποπλανήσεις… και τελικά οδηγεί στην έκπληξη του έρωτα.
«Γιατί, τί είναι ο έρωτας, αν όχι μια έκπληξη που ταράζει την ύπαρξή μας, μια συνάντηση με τον εαυτό μας μέσα στα μάτια του άλλου; Και σε τι περιπέτειες μας βάζει η συνειδητοποίηση ότι η συνάντηση αυτή είναι ικανή να μας οδηγήσει στην απώλεια της εικόνας που χτίζουμε για τον εαυτό μας»;
Όσο για τα λεκτικά παιχνίδια κατέχουν ρόλο κεντρικό επί σκηνής: «Χάνετε μια αγαπητικιά; Βρείτε μίαν άλλη»!
Οι θεατές στη «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα» θα κληθούν να απαντήσουν στο ερώτημα: «χρωστάμε την καρδιά μας σε όσους μας προσφέρουν τη δική τους ή μονάχα σ’ αυτούς που την κατακτούν»;
Με τον εκλεπτυσμένο τρόπο γραφής του, ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας του Διαφωτισμού, αναδεικνύει με κωμικότητα τα πάθη των ανθρώπων, εισχωρεί στις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων και θέτει σωρεία προβληματισμών για την κοινωνία της εποχής του.
Λίγα λόγια για το έργο :
Η ζωή της Μαρκησίας, μετά τον θάνατο του άντρα της, είναι ένας στεναγμός. Η ζωή του Ιππότη που τον απαρνήθηκε η αγαπημένη του, έχει γίνει αβάσταχτη. Η αμοιβαία έλξη που θα νοιώσουν, από την πρώτη κιόλας συνάντηση, θα φέρει μια αναπάντεχη ανατροπή στις ζωές τους. Ένα συναίσθημα που θα το φοβηθούν και θα το ονομάσουν φιλία αλλά που πολύ γρήγορα θα ξεφύγει από τον έλεγχό τους και θα μετουσιωθεί σε έρωτα. Δίπλα τους, οι δύο υπηρέτες, μέσα από παιχνίδια ίντριγκας αλλά και με μεγάλη δόση αφέλειας, εξελίσσουν τη δράση, βραχυκυκλώνοντάς την, και προκαλούν το γέλιο με τον αυθορμητισμό τους, την ελαφρότητα αλλά και την ευελιξία που τους επιτρέπει η θέση τους.
Η «Δεύτερη έκπληξη του έρωτα», παίχτηκε στην Κομεντί – Φρανσαίζ το 1727 κι έχει αρκετές ομοιότητες με την Έκπληξη του έρωτα που έγραψε ο συγγραφέας το 1722. Πρόκειται για μια αισθηματική κωμωδία που οι ήρωές της, παγιδευμένοι στις συμβάσεις και τους θεσμούς της εποχής τους, γίνονται έρμαια της γλώσσας που με τόση χάρη αρθρώνουν, χάνουν την ειλικρίνειά τους και μπλέκουν σε έναν «αναποφάσιστο» έρωτα που ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και την ευπρέπεια και τελικά αποδεικνύεται ανίκητος.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η Μαρκησία και ο Ιππότης πενθούν. Η πρώτη κυριολεκτικά, ο δεύτερος μεταφορικά. Δεν έχει σημασία. Το πένθος, κυριολεκτικό ή μεταφορικό, έχει το ίδιο αποτέλεσμα: ανατροπή της τάξης του κόσμου, διασάλευση της εύθραυστης σχέσης του μέσα με το έξω. Όπως λέει κάποιος καθ’ ύλην αρμόδιος «στην περίπτωση του πένθους απορρυθμίζεται η σχέση με τον κόσμο, ενώ στην περίπτωση της μελαγχολίας η σχέση με τον εαυτό».
Ο σύζυγος της Μαρκησίας πέθανε. Η αγαπημένη του Ιππότη, υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα της, παντρεύτηκε άλλον, αλλά γι’ αυτόν είναι, όπως λέει, «σαν να πέθανε». Η αμοιβαιότητα της απώλειας και η απόφαση τους να μην ξαναερωτευτούν οδηγεί τους δύο ήρωες στη σύναψη ενός «συμβολαίου λύπης», μιας συμφωνίας, θα λέγαμε, «ψυχολογικής αλληλοϋποστήριξης» και όλα αυτά τίθενται στον αστερισμό της φιλίας. Το αντικείμενο συμμερισμού (η λύπη) θα γίνει το θεμέλιο της σχέσης τους.
Μπορούμε να μιλήσουμε εδώ για ναρκισσισμό του πένθους, γιατί όχι; Η πρώτη ένδειξη είναι η επιστολή που απευθύνει ο Ιππότης στην πρώην αγαπημένη του και αναθέτει στη Μαρκησία να τη διαβιβάσει. Η επιστολή αυτή είναι (κατά λάθος;) ανοιχτή. Ο φάκελος στον οποίο περιέχεται δεν είναι βουλωμένος. Τυχαίο; Μπορούμε να έχουμε τις αμφιβολίες μας.
Όμως, είναι και το άλλο. Τα πρόσωπα αυτά δεν ζουν στο κενό. Υπάρχουν και οι άλλοι, μια μικρογραφία του κοινωνικού κόσμου. Η Μαρκησία είναι δεμένη με την ακόλουθό της (Λιζέτ) και αναγνωρίζει ότι η τελευταία «έχει επιρροή επάνω της». Επιτελεστικός βραχίονας του Ιππότη είναι ο δικός του, πολύ λιγότερο «προηγμένος» υπηρέτης (Λουμπέν). Οι δύο υπηρέτες συγκροτούν μια μικρή κοινότητα συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στη διατήρηση της θέσης τους. Κάτι τέτοιο θα κινδύνευε, αν τα αφεντικά τους έπαιρναν τον δρόμο της απόσυρσης, είτε από τον κόσμο, είτε και από την ίδια τη ζωή. Αντίθετα, η ένωσή τους θα κατοχύρωνε οριστικά τη δική τους θέση και θα δικαίωνε την ακαριαία έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλον − γιατί αυτοί (οι υπηρέτες) δεν χρειάζονται τη διαμεσολάβηση των λέξεων, όπως τα αφεντικά τους, για την εγκαθίδρυση του ερωτικού δεσμού. Γι’ αυτό αποφασίζουν τα σώματά τους. Έτσι, στο τέλος, ενώ τυπικά ο γάμος των αφεντικών οδηγεί στον γάμο των υπηρετών, στην ουσία έπεται. Είναι το προϊόν των ιδιοτελών ενίοτε αφελών και συνάμα θεραπευτικών τεχνασμάτων τους. Οι υπηρέτες, από μιαν άποψη, «γιατρεύουν» τα αφεντικά τους, που τελικά σμίγουν, θα ‘λεγες, για χάρη τους.
Την ένωση αυτή απεύχεται ο σοφολογιότατος Ορτένσιος και απειλεί να την κλονίσει ως «ο τρίτος άνθρωπος» ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές, ο Κόμης. Ο πρώτος, τρέμοντας για το δικό του συμφέρον, μηχανεύεται «μια θύελλα», χάριν της διατήρησης του τρέχοντος status quo (Μαρκησία και Ιππότης χώρια), που σφραγίζει σχεδόν όλη τη δεύτερη πράξη του έργου. Ο Κόμης, από τη μεριά του, δυναμιτίζει τα πράγματα στην τρίτη πράξη με «ένα κόλπο που πιάνει 100%».
Τελικά, τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν τελεσφορεί. Η Μαρκησία και ο Ιππότης, αν κινδυνεύουν τελικά από κάτι, είναι τα ίδια τους τα λόγια. Εκπρόσωποι ενός κόσμου που είναι σε αποδρομή (το έργο γράφεται 62 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση), του κόσμου του «αδρανούς συμφέροντος», όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την αριστοκρατία, στέκουν μπροστά στα αισθήματά τους σαν μπροστά σε ένα κενό. Έχοντας όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους να μιλούν, μην «ξέροντας κάποιες φορές τι λένε», όπως ομολογεί η Μαρκησία. Ή, όπως θα ‘λεγε ο Σαίξπηρ (που είναι η κρυφή μεγάλη αγάπη του Μαριβώ), «λόγια, λόγια, λόγια...». Η ρητορική του αισθήματος υποκαθιστά το αίσθημα και στο φινάλε του έργου οι δυο ήρωες απομένουν σαν άδεια σακιά, στήλες άλατος, μέσα σε ένα μπουρίνι, που κυοφορείτο σε όλη τη διάρκεια του έργου και τώρα ξεσπά (ω, της ειρωνίας!) τη στιγμή που επισφραγίζεται η ένωσή τους. Κι αυτοί, όπως όλοι, πρέπει να τρέξουν να σωθούν. Το μπουρίνι αφ’ ενός δεν είναι παρά η εκδήλωση του βραχυκυκλώματος της γλώσσας, που είναι κεντρικό δραματουργικό στοιχείο όχι μόνο της «Δεύτερης έκπληξης του έρωτα», αλλά του σύνολου έργου του μεγάλου συγγραφέα, που λέγεται Μαριβώ.
Βασίλης Παπαβασιλείου