Γραμμένος το 1848, ο «Τίμιος Κλέφτης», ανήκει στον κύκλο των διηγημάτων του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, με τίτλο «Από τις σημειώσεις του αγνώστου».
Πρόκειται για την εξιστόρηση του Αστάφι Ιβάνιτς, ο οποίος είχε γνωρίσει κάποτε στη ζωή του έναν τίμιο κλέφτη, έναν μάλλον «τίμιο άνθρωπο (που) όμως έκλεψε»!
Με ήρωες που «προεξέχουν» απ’ το περιβάλλον τους, με την τραγικότητα ή με την όποια άλλη ιδιαιτερότητά τους- ακόμα και με την γελοιότητα, οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι ή είναι άγιοι που υποφέρουν ή άνθρωποι που κατακτούν την αγιοσύνη μέσω του πόνου.
Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία που θίγει γλαφυρά το ζήτημα του εθισμού και πού μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος προκειμένου για την ικανοποίησή του. Ένα θέμα που βασάνισε τον δημιουργό του και σε πολλά θεατρικά του έργα τον συναντούμε να αφιερώνει μεγάλο μέρος της διήγησής του.
Σκηνοθετικό σημείωμα Μαρίας Καραμήτρη
"Υπήρξε κάποια εποχή, όπου έζησαν ανάμεσα μας, μεγάλοι δάσκαλοι του λόγου και λεπτοί γνώστες της ζωής και της ανθρώπινης ψυχής, άνθρωποι που επαναστάτησαν από κάποιο ακατανίκητο πάθος να τελειοποιήσουν το είναι μας. Έγραψαν βιβλία που μέσα σ' αυτά, είναι αποτυπωμένες οι αιώνιες αλήθειες και μια άφθαρτη ομορφιά αναβρύζει από τις σελίδες τους… κι ούτε μια λέξη δε βρίσκεται περιττή στα βιβλία αυτά."Αυτά ο Μαξίμ Γκόργκυ. Στα δικά μας τώρα. Ο Εμ.Ροίδης για τον Ντοστογιέφσκι γράφει: “…Δεινούς μεταξύ των μυθιστοριογράφων ψυχολόγους έχουσι μεν βεβαίως να επιδείξωσι και τα άλλα έθνη, η Αγγλία τον Δίκενς, η Γαλλία των Βαλζάκ και η Αμερική τον Πόου. Ουδέ τούτων όμως, ουδ’ άλλου τινός η σμίλη εβυθίσθη ποτέ εις οίον η του Δοστογιέφσκη βάθος…”. Όταν πρωτοδιάβασα Ντοστογιέφσκι κατάλαβα τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ καλού και σπουδαίου συγγραφέα. Δε θέλω να υπερβάλω αλλά είναι σα να μου άλλαξε τον τρόπο να βλέπω την ανθρώπινη ψυχή. Είναι αυτό που τραγουδάει η Αρετούσα όταν πρωτογνωρίζει τον έρωτα :
"Μὰ ὅλα γιὰ μένα σφάλασι καὶ πᾶσιν ἄνω κάτω, γιὰ μὲ ξαναγεννήθηκεν ἡ φύση τῶν πραμάτω..". Το πρόβλημα για μας ήταν πώς θα μπορούσαμε όλο αυτό το πρωτόγνωρο τοπίο ψυχής να το ζωγραφίσουμε ηχητικά. Δε μπορούσαμε βλέπεις να καταφύγουμε στις τεχνικές του θεάτρου, διότι έπρεπε να δουλέψουμε χωρίς τα συναρπαστικά μηχανήματα και τους προβολείς που κρύβονται στις κουΐντες. Με τους συναδέλφους μου προσπαθήσαμε να αποδώσουμε τον ρυθμό και το πνεύμα των έργων, δοκιμάζοντας να αιχμαλωτίσουμε την ουσία με όλο τον ενθουσιασμό, την ένταση και τη χαρά μας.
Σας το παρουσιάζουμε και ελπίζουμε ότι όπως εμείς, έτσι κι εσείς θα νιώσετε κάτι σπάνιο και συναρπαστικό».