Ο Μ. Καραγάτσης, ψευδώνυμο του Δημητρίου Ροδόπουλου, γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 στην Αθήνα και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1960. Το ψευδώνυμό του εικάζεται πως προήλθε από το όνομα Μίτια, λόγω της αγάπης του προς τον Fyodor Dostoyevsky, και συγκεκριμένα τους «Αδερφούς Καραμάζοφ», και από το καραγάτσι, ένα δέντρο κάτω από το οποίο συνήθιζε να κάθεται και να διαβάζει, στη Ραψάνη της Θεσσαλίας. Ο Μ. Καραγάτσης υπήρξε δημοσιογράφος, μεταφραστής και συγγραφέας. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα και καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της «Γενιάς του ’30» εκπροσωπώντας τον υπερρεαλισμό και τον μοντερνισμό.
Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ στη Γαλλία, αλλά για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, όπου τις ολοκλήρωσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με το αντικείμενο των σπουδών του. Το πρώτο του διήγημα «Η Κυρία Νίτσα» (1927) κέρδισε τον Α’ έπαινο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της «Νέας Εστίας». Έτσι ξεκίνησε και η μακρά συνεργασία του με τη «Νέα Εστία», στην οποία δημοσίευε μυθιστορήματα και διηγήματα σε συνέχειες καθώς και μεταφράσεις. Το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας «Βραδυνή», όπου ασχολήθηκε με τη θεατρική κριτική.
Τα πιο σημαντικά έργα του υπήρξαν τα «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933), «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (1936), «Ο Γιούγκερμαν και τα Στερνά του» (1940), «Το Χαμένο Νησί» (1943), «Ο Μεγάλος Ύπνος» (1946), «Ο Κίτρινος Φάκελος» (1956), «Σέργιος και Βάκχος» (1959) και «Το 10», το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει το 1960 μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Η τελευταία φράση που έγραψε ήταν «Ας γελάσω».