“Μαμά, θυμάσαι που όταν ήμουν μικρός και αρρώσταινα, ξενύχταγες στο προσκέφαλό μου, άλλαζες τις κομπρέσες και μετρούσες τον πυρετό με ένα φιλί σου στο κούτελο; Θυμάσαι τι μου έλεγες τότε, μαμά; «Τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι; Γιατί δεν είσαι καλό αγοράκι; Γιατί με τυραννάς»;
Σε άκουγα να μονολογείς πάνω απ’ το κεφάλι μου, κερί αναμμένο στο πλευρό μου, και δεν μπορούσα να καταλάβω μαμά, δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσες, μαμά, διότι, μαμά, δεν ήθελα να αρρωστήσω, δεν ήθελα να ανεβάσω πυρετό. Δεν το έκανα επίτηδες, μαμά. Πίστεψέ με, δεν ήθελα να σε βασανίσω, μαμά. Μην κλαις, μαμά. Μαμά; Μην κλαις άλλο. Δεν το αντέχω όταν κλαις. Μαμά; Δεν πας να γαμηθείς, Μαμά; Ε; Δεν πας να γαμηθείς όπως δεν γαμήθηκες ποτέ στη ζωή σου;”