Μάνο σε πετυχαίνω λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για το νέο σας εγχείρημα; Τί ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο γεγονός;
Όταν τελείωσα τους "Ανθρωποφύλακες", είχαν απομείνει διάφορα ερωτηματικά σε σχέση με το κομμάτι της αντίστασης στη Χούντα. Άρχισα λοιπόν να μελετάω τις πράξεις αντίστασης κατά την διάρκεια της επταετίας. Αν τις μετρήσεις, θα τις βρεις ελάχιστες για ένα διάστημα επτά ετών. Το αφήγημα λοιπόν που δημιουργήθηκε στη Μεταπολίτευση για την αντίσταση αυτού του λαού ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης αποτελεί ένα μεγάλο ιστορικό λάθος, που καταρρέει και μόνο από τους αριθμούς. Αυτό που κυριαρχεί είναι η σιωπή κι η ανοχή. Μια στάση εντελώς πληγωτική για εμένα, αλλά και άκρως ντροπιαστική γι' αυτό το λαό που θέλει να λέει ότι η δημοκρατία και η ελευθερία είναι συστατικά του χαρακτήρα του. Η καθιέρωση της γιορτής του Πολυτεχνείου από τις κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, μετέτρεψαν την Εξέγερση σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου όλοι βαπτίζονταν προκειμένου να εξιλεωθούν για την σιωπή τους. Συνειδητοποίησα όμως κι ένα δεύτερο ζήτημα που προκύπτει από αυτή την απόφαση. Πόσο λάθος και θολά ξέρουμε την ιστορία του Πολυτεχνείου εμείς οι ίδιοι, οι γενιές μας, που την έμαθαν μέσα από τις σχολικές γιορτές. Οπότε η παράσταση στηρίζεται σ' αυτούς τους δύο πυλώνες. Ο ένας είναι να μάθουμε την πραγματική ιστορία των γεγονότων του Πολυτεχνείου, κι ο άλλος είναι να ανατρέψει αυτή την συλλογική πεποίθηση ότι όλοι οι Έλληνες ήταν αντιστασιακοί.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες ως προς τον τρόπο μεταφοράς στο σανίδι;
Το πρώτο πρόβλημα ήταν να βρούμε υλικό. Υπήρχαν κάποιες μαρτυρίες που είχαν εκδοθεί σε εφημερίδες, κάποια ρεπορτάζ ή και μεμονωμένες εκδόσεις. Αυτό που έλλειπε ήταν κάποιος ιστορικός, να εγγυάται για αυτές τις μαρτυρίες. Ευτυχώς βρέθηκε μπροστά μας το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού "Όλη νύχτα εδώ", στο οποίο έχει γίνει μια εξαιρετική δουλειά, τόσο μεθοδολογικά όσο και πολιτικά. Γιατί κυκλοφορούν και πάρα πολλές αφηγήσεις που είναι υπό διαπραγμάτευση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παρόλα αυτά ήταν πως οι περισσότερες είναι αποσπασματικές, η μνήμη έχει καταγράψει τα γεγονότα σαν φλας. Οπότε έπρεπε μ' έναν τρόπο, να συνδυάσουμε το υλικό και βάζοντας το στην σειρά να δημιουργηθεί αυτή η γραμμική αφήγηση εκείνων των τεσσάρων ημερών. Το οποίο το έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό.
Στην συγκεκριμένη παράσταση όπως και στο «Μικρό Αναρχικό Καλοκαίρι» υπάρχει ένα σκάλισμα της μνήμης;
Στο «Μικρό Αναρχικό Καλοκαίρι» δεν διαπραγματευόμασταν τόσο το θέμα της μνήμης γιατί το μεγαλύτερο μέρος του υλικού μας ήταν τεκμήρια ή ιστορικές αφηγήσεις. Εδώ πρόκειται για μαρτυρίες. Ένας άνθρωπος ξανακάθεται μετά από δεκαετίες να σκεφτεί και να πει αυτή την ιστορία. Στην μαρτυρία του έχει ενσωματωθεί πια και η μετατόπιση που έχει συμβεί στον άνθρωπο μετά από τόσα χρόνια. Δηλαδή μια μαρτυρία που θα δινόταν το 1974 θα είχε άλλο παλμό κι άλλη ένταση. Ενώ τώρα μετά από τόσα χρόνια κάπως τα πράγματα έχουν λειανθεί μέσα σου και είσαι κάποιος άλλος. Ακόμα και στα πολιτικά σου πιστεύω. Επίσης το άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι αυτές οι μέρες της εξέγερσης είχαν πάρα πολύ ένταση για τα παιδιά. Πολλά πράγματα έχουν καταγραφεί θολά στο μυαλό τους ή σε σύγχυση. Σκέψου πως πολλοί αφηγούνται πως δεν κοιμήθηκαν, ούτε έφαγαν για τρεις ημέρες. Αυτό το πρόβλημα έχει η μνήμη εδώ. Δεν μοιάζει ούτε με την πρώτη μας παράσταση για το "Ματαρόα", όπου οι μνήμες είναι «ημερολογιακές».
Διαβάζοντας στις πρόβες υπήρχαν μύθοι που καταρρίφθηκαν στο μυαλό σας;
Ο ένας έχει να κάνει ως προς την είσοδο του τανκ στο Πολυτεχνείο και τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν. Γενικά η επέμβαση του στρατού, που τον κάλεσε η αστυνομία επειδή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, και η δράση του δεν είναι ακόμα εντελώς αποσαφηνισμένη. Οι νεκροί επίσης ήταν προσωπικά η μεγαλύτερη αποκάλυψη. Η καταστολή έλαβε χώρα σε όλη την Αθήνα, όχι μόνο στην περιοχή του Πολυτεχνείου. Οι νεκροί κι οι τραυματίες είναι διασκορπισμένοι από τους Αγίους Αναργύρους μέχρι του Ζωγράφου. Γύρναγαν σαν καουμπόηδες στους δρόμους και βάραγαν στο ψαχνό. Κι επίσης η μεγαλύτερη μυθολογία, αυτό το μονοπώλιο του αντιδικτατορικού φοιτητικού αγώνα από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους. Αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία του Πολυτεχνείου είναι αυτή η σύμπραξη των ανθρώπων, πέρα από κομματικές ταυτότητες όταν τους ενώνουν υψηλότερα ιδανικά, η ελευθερία κι η δημοκρατία. Για αυτό διαφωνώ και με ένα είδος τραμπουκισμού που κυριαρχεί σε κάθε επέτειο, εντελώς απαράδεκτο και ιδεολογικά.
Υπάρχει κάποιο περιστατικό - γεγονός που σε συγκίνησε ιδιαίτερα;
Σε μία μαρτυρία ο αφηγητής αναφέρεται σε κάποιον συμφοιτητή του, που δεν ήξερε το όνομά του για συνωμοτικούς λόγους και τον φώναζαν "Η Σφαίρα", γιατί είχε φάει σφαίρα στο Πολυτεχνείο. Μετά από είκοσι χρόνια, την δεκαετία του ’90, καθώς περπατάει στην οδό Σίνα, συναντιούνται τυχαία, τον αναγνωρίζει και τον αποκαλεί με το συνωμοτικό του όνομα. Δεν είπαν τίποτα άλλο, πέρα από τα τυπικά, αν είναι καλά και χωρίστηκαν. Αυτό με συγκινεί ιδιαίτερα. Αυτές οι συναντήσεις ανθρώπων, που ζουν μαζί μια έντονη ιστορική στιγμή, χωρίζονται και όμως αυτή η στιγμή είναι εκεί να τους ενώνει για πάντα. Όταν από μια συγκυρία δημιουργείται ένα φοβερό «εμείς», που δένει τους συμμετέχοντες για πάντα.
Λαός που ξεχνάει είναι καταδικασμένος να επαναλάβει τα ίδια λάθη;
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει λαός που δεν ξεχνάει. Το πρόβλημα με τους Έλληνες είναι ότι δεν μελετάνε την ιστορία τους. Υπάρχει κι αυτή η «αρχαιοελληνική κληρονομιά» που έχει καταλάβει τεράστιο όγκο στις ζωές μας πολιτιστικά. Και στο σχολείο η σύγχρονη ιστορία δεν αντιμετωπίζεται ισάξια με την αρχαία. Για να μην μιλήσουμε για τον ελληνικό μεσαίωνα, προσωπικά το αγαπημένο μου κομμάτι, που τον περνάμε τηλεγραφικά. Αλλά το ζήτημα είναι πως δεν εμβαθύνουμε. Μας έχουν φορέσει μια «παπαρρηγοπούλεια» θεώρηση της ιστορίας, η οποία έχει στρεβλωθεί κιόλας από τους επιγόνους, και πηγαίνουμε. Σκέψου την σχολική γιορτή της 25ης Μαρτίου. Εκεί να δεις μύθους που φορτώνει ακόμα και σήμερα τα παιδιά το σχολείο. Αυτό είναι το πρόβλημα μας. Δεν είναι ότι ξεχνάμε, αλλά ότι δεν εμβαθύνουμε στα πράγματα.