Συνέντευξη

Πάνος Παπαδόπουλος: Στο θέατρο νιώθω ότι αναπνέω πολύ καλύτερα απ’ ότι στη ζωή την ίδια

1 Απριλίου 2022  |  από Πέπη Καλλίλα
Πάνος Παπαδόπουλος: Στο θέατρο νιώθω ότι αναπνέω πολύ καλύτερα απ’ ότι στη ζωή την ίδια
Ευγενικός, χαμηλών τόνων και πολύ σεμνός. Ποιότητες που σπάνια συνταντάς μαζεμένες σε κάποιον. Ο Πάνος Παπαδόπουλος έχει την αίσθηση ότι αναπνέει πραγματικά όταν βρίσκεται στη σκηνή.

Αυτόν τον καιρό πρωταγωνιστεί στην παράσταση "Μπαίνει η Δεσποινίς Μαργαρίτα" σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, ενώ είναι σε πρόβες για τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου που θα αρχίσει τον Μάιο στη Στέγη. 

 

Πώς προέκυψε η ιδέα να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;

Με τον Γιώργο (Παπαγεωργίου) είχαμε συνεργαστεί και παλιότερα στον "Επιθεωρητή" και είχαμε συνεργαστεί πολύ όμορφα και τον Γιώργο τον εκτιμώ γιατί έχει μια τρυφερότητα έτσι όπως σκηνοθετεί, μια παιδικότητα, κάτι πολύ φρέσκο. Και όντας και ηθοποιός ο ίδιος, έχει τη λαχτάρα να του στρώσει ένα χαλί να πατήσει πάνω, να είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Έχει αυτό το νοιάξιμο που είναι συνγκινητικό. 

Μέσα στην καραντίνα βγήκε ο "Επιθεωρητής" σε online streaming και μιλήσαμε με αφορμή αυτό και είπαμε να ξανασυνεργαστούμε σε κάτι και συνταίριαξε η δική επιθυμία μου να το παίξω και του Γιώργου να το σκηνοθετήσει. Πέρασε βεβαίως από σαράντα κύματα, γιατί αυτό το σκεφτήκαμε στην πρώτη καραντίνα και ο στόχος ήταν να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, είχαμε πάρει τα δικαιώματα, γίνοταν οι καραντίνες, έπρεπε να τα ξαναανεώσουμε κλπ, μια τρέλα. 

 

Μίλησέ μου για το κείμενο και τη διαμόρφωσή του. Μαζί το δουλέψατε;

Όταν διαβάζαμε το κείμενο, επειδή ένα ένα σχετικά σύγχρονο έργο (γράφτηκε το 1971), για την εποχή του ήταν αρκετά τολμηρό. Στη δική μας εποχή που έχουμε δει τα πάντα στο θέατρο, κάποια πράγματα είναι κανονικότητα έτσι όπως παρουσιάζονται. Δηλαδή σαν το περιεχόμενό του να είναι λίγο πιο αδύναμο από την ιδέα του. Και ψάχναμε να βρούμε τρόπους να το στηρίξουμε στο τώρα. Έτσι κάπως προπαθήσαμε να το δούμε και βάλαμε κάποια εμβόλιμα δικά μας κομμάτια που προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς και άλλα τα γράψαμε. Το πυρήνα πιστεύω ότι τον κρατήσαμε αναλλοίωτο. Ήταν απόφαση και του Γιώργου και δική μου, να μην προδώσουμε το έργο σ’ αυτό που θέλει να πει. Απλώς δε σταθήκαμε τόσο στο πολιτικό του κομμάτι όσο στο συναισθηματικό του.

 

Τι άνθρωπος είναι η Δεσποινίς Μαργαρίτα;

Η Δεσποινίς Μαργαρίτα είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει αγαπηθεί, δεν έχει εισπράξει τρυφερότητα, δε γνωρίζει πώς είναι να συναναστρέφεσαι με τον κόσμο. Πέρασε τη ζωή του αφομοιώνοντας όσο καλύτερα μπορεί τους κανόνες και τελικά είναι ένας άνθρωπος που έχει στραγγιχτεί συναισθηματικά, δεν έχει ζήσει χαρές. Πιο πολύ στο μυαλό μας αυτό το έργο είναι σαν ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους που τους βλέπουμε στο δρόμο λίγο αλαφροϊσκωτους και τους προσπερνάμε μη δίνοντας σημασία στο από πού έρχονται, πού πηγαίνουν, αν είναι μόνοι, αν έχουν κάποια φροντίδα. Αυτό μας κινητοποίησε πολύ.

Με αφορμή αυτό βέβαια, πάντα μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει την εξουσία. Απευθύνεται σε παιδιά δημοτικού με κακοποιητικό τρόπο απλά η ανάγκη του πάντα, στο δικό μας το μυαλό, είναι για αποδοχή και αγάπη. Είναι σαν αυτό να έχει ανάγκη να ζητήσει, αλλά ο φόβος του μήπως δεν το εισπράξει πίσω, τον οδηγεί σε επίθεση.

 

Σε στιγμές της παράστασης, εσύ απευθύνεσαι στο κοινό. Υπάρχουν φορές που κάποιος θεατής έχει απαντήσει στις ερωτήσεις σου;

Ναι έχουν υπάρξει, όχι σε βαθμό να δημιουργήσει πρόβλημα στη ροή του έργου, αλλά μια φορά που έλεγα «Σηκωθείτε πάνω αν τολμάτε και πείτε μου τι σκέφτεστε για μένα», σηκώθηκε ένα κύριος, δε μίλησε απλά σηκώθηκε. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν είναι κάτι που το έργο το στοχεύει, εννοώ την αλληλεπίδραση, μόνο λίγο στην αρχή. Και δεν ήταν κάτι που το είχαμε κι εμείς στο νου μας. Δηλαδή θέλει έναν έξυπνο τρόπο, ο ηθοποιός παίζοντας αυτό το κείμενο, να σε κάνει και να το πάρεις προσωπικά και να μην το πάρεις. Στην πραγματικότητα αυτή η Δεσποινίς Μαργαρίτα τους μιλάει πολύ άσχημα, τους προσβάλει. Αυτό ήταν κι ένα στοίχημα, το πώς αυτό δε θα γίνει επιθετικό σε βαθμό που ο θεατής να κλειδώσει και να αρνηθεί να το παρακολουθήσει. Γι’ αυτό και το χιούμορ είναι, ας πούμε, ένα δόλωμα για να παρακολουθηθεί από το θεατή με μεγαλύτερη ελευθερία.

 

Το γεγονός ότι ουσιαστικά είσαι εσύ μόνος (εκτός των δύο μουσικών που βρίσκονται στην υπερυψωμένη γωνιά) να αναμετράσαι με το κείμενο έχει και τις δυσκολίες του.

Επειδή ακριβώς είναι μονόλογος και δεν έχει έναν συμπαίκτη, αν κάτι πάει στραβά, να σου πετάξει την ατάκα αλλιώς και να σε οδηγήσει σε άλλο δρόμο, το μεγάλο στοίχημα είναι να μπει το τρένο στις ράγες σωστά από την αρχή. Αν για παράδειγμα μια μέρα ξεκινήσει λίγο πιο θυμωμένο απ’ ότι πρέπει, είναι δύσκολο να το γυρίσεις. Οπότε η αρχή είναι η πιο σημαντική στιγμή, να κάνεις σωστά το πρώτο βήμα.

 

Πριν αρχίσει η παράσταση, κάθε φορά ακολουθείς κάποια «τελετουργία» για να χαλαρώσεις και να συγκεντρωθείς στο ρόλο σου;

Στην συγκεκριμένη παράσταση προσπαθώ να συγκεντρωθώ επικοινωνώντας με τους μουσικούς. Όχι τόσο πολύ ότι κάνω κάτι συγκεκριμένο, αλλά αυτή η διαδικασία της προετοιμασίας του σκηνικού, του κουστουμιού που θα φορέσω, κουβεντιάζοντας λίγο με τα παιδιά. Και λίγο πριν βγω, «εισπνέω» το κοινό, ακούω τις φωνές των θεατών, ακούω έναν ήχο ανθρώπων και είναι σα να τους καταλαβαίνω. Και με βάση αυτό ξεκινώ. Αλλά πάντα είναι αυτό το άχαρο, όπως όταν μπαίνεις για μπάνιο στη θάλασσα αν το πας σιγά σιγά καταστράφηκες. Θέλει κατευθείαν βουτιά. Δεν θέλει πολλή σκέψη.

 

Η παράσταση πήρε παράταση μέχρι τέλος Μαϊου. Αυτό σημαίνει ότι πάει πολύ καλά, ο κόσμος θέλει να το δει. Πώς αισθάνεσαι; Τι σκέφτεσαι;

Όταν είχαμε πει θα το κάνουμε, είχα έναν φόβο τρομερό.. και τώρα δηλαδή κάθε φορά. Δηλαδή σκέφτομαι θα πάω στο θέατρο, θα έρθει κανείς να μας δει; Στην εποχή που ζούμε, κάθε φορά με εκπλήσσει το γεγονός ότι υπάρχει κόσμος που ζητάει να επικοινωνήσει με έναν τρόπο. Που γίνεται αυτή η ωραία σύμβαση του παραμυθιού, που ξέρεις ότι θα πας να δεις ένα ψέμα αλλά κάνεις κι εσυ ως θεατής ότι το δέχεσαι και ο ηθοποιός το παρουσιάζει σαν αλήθεια. Αυτό πάντα με εντυπωσιάζει. Είναι από τις λίγες φορές που οι άνθρωποι προσπαθούν να συννενοηθούν σε κάτι, να ταυτιστούν.

 

Εσύ πώς νιώθεις όταν είσαι πάνω στη σκηνή και παίζεις;

Στο θέατρο νιώθω ότι αναπνέω πολύ καλύτερα απ’ ότι στη ζωή την ίδια. Νιώθω πολλές φορές ότι είμαι πιο τολμηρός προς τη ζωή. Σα να συλλέγω εμπειρίες και μνήμες που καμιά φορά δε είναι και πιο απτές από εκείνες της πραγματικής ζωής.

 

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την υποκριτική;

Μικρός όταν ήμουν μου άρεσαν πολύ οι ταινίες του Disney. Νομίζω ότι αυτό ήταν το πρώτο ισχυρό ερέθισμα. Πάντοτε με ενθουσίαζε στα καρτούν το γεγονός ότι ζουν όλα τα συναισθήματα σε ακραία διάσταση, τη χαρά, τη λύπη. Και ήθελα κι εγώ αυτό το παιχνίδι των ακραίων συναισθημάτων να το ζω και να το συνεχίζω. Μέχρι και τα 10 μου χρόνια ήμουν ο αρχηγός της παρέας. Μετά που έγινε το πέρασμα στην εφηβική ηλικία όπου οι περισσότεροι άρχιζαν να ασχολούνται με τα στέκια και με άλλα ενδιαφέροντα, αυτό άρχισε εμένα να με αποκλείει. Είναι σα να μεγάλωσαν όλοι κι εγώ να κάθομαι σε μια γωνιά και να περιμένω πότε θα παίξω κυνηγητό. Δηλαδή ένιωσα μια μικρή προδοσία σε εκείνη τη φάση. Οπότε πιστεύω ότι είναι μια λαχτάρα δική μου να συνεχιστεί αυτή η πρώτη χαρά του παιχνιδιού που τελείωσε έτσι απότομα.