Μετά τη θριαμβευτική διεθνή αποδοχή του «Κυνόδοντα», των «Άλπεων» και του "The Lobster", ο συν-σεναριογράφος των ταινιών του Λάνθιμου που έφεραν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό προσκήνιο το νέο ελληνικό κινηματογράφο, γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο αποκλειστικά για τη διακεκριμένη ομάδα VASISTAS και τη Στέγη. Μια από τις πιο ξεχωριστές σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, η Αργυρώ Χιώτη με τις εξαίσιες ατμόσφαιρες και την πάλλουσα θεατρικότητα, το ανεβάζει σαν ένα πανκ ορατόριο για τις αγιάτρευτες πληγές μας.
«Ο Δημήτρης Καλαφάτης, 40 περίπου ετών, σκίζει κατά λάθος το λαιμό του τον Ιούλιο του 1989». Ο ήρωας του Ευθύμη Φιλίππου, σαν άλλος Φιλοκτήτης, βλέπει την πληγή του να μην κλείνει, να κακοφορμίζει και να αφήνει τα αιμάτινα ίχνη της στο πουκάμισό του, στο μαξιλάρι του, στα σώματα της συζύγου και των παιδιών του. Γράφει γι’ αυτήν στον επιστήθιο φίλο του. Τα «Αίματα» είναι η αλληλογραφία των δύο ανδρών.
Γραμμένο με τη μορφή των επιστολογραφικών αριστουργημάτων του Ρουσσώ, του Λακλό και του Γκαίτε, και διανθισμένο με χιούμορ, παραδοξότητες, παρανοϊκές ομιλίες πολιτικών και ονειροφαντασίες απλών θνητών, το έργο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Αργυρώς Χιώτη με στοιχεία υπερρεαλισμού και κωμική ευστροφία. Η τολμηρή σκηνοθέτης με το ιδιοσυγκρασιακό ύφος επεξεργάζεται με νέους όρους την έννοια του Χορού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως και της χορικότητας. Το θέμα της «κοινότητας» και οι σχέσεις μεταξύ δημόσιου και προσωπικού χώρου, συλλογικής και ατομικής μνήμης και αστικής και προσωπικής συνείδησης διατρέχουν τις παραστάσεις της, οι οποίες μπορούν να περιγραφούν και ως χορογραφημένα tableaux vivants.
Για τα «Αίματα», διαμορφώνει τη σκηνή σε ρινγκ, εντός του οποίου ενορχηστρώνει τις «κινούμενες εικόνες» μιας παράλογης παράστασης-συναυλίας: ενός ορατορίου σωμάτων και συναισθημάτων, ξέφρενων φαντασιώσεων και αποκαλυπτικών παραδοχών. Τα πρόσωπα της αλληλογραφίας ζωντανεύουν και μας προσκαλούν να γίνουμε μάρτυρες της πραγματικότητάς τους. Κάπως έτσι, το έργο γίνεται ένα μακροσκελές ερωτικό τραγούδι για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, για τα προσωπικά και συλλογικά τραύματα και, εν τέλει, για το παράλογο του να ζεις σε έναν κόσμο στοιχειωμένο από τις ανοιχτές πληγές και τα ζωτικά ψεύδη.