Το έργο «Προστάτες» του Μήτσου Ευθυμιάδη φωτίζει, με έξυπνο χιούμορ και συμβολισμούς, τα ελαττώματα και τα προτερήματα του έθνους μας τα οποία παραμένουν διαχρονικά και τα συναντάμε και στη σύγχρονη κοινωνία.
Το έργο παρουσιάζει στη σκηνή κλασικά γεγονότα, φωτισμένα από μια άλλη πλευρά χωρίς όμως να αμαυρώνονται το αποτέλεσμα και η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης καθώς και η γέννηση του Ελληνικού κράτους. Το κοινό θα συναντήσει όχι πρόσωπα αλλά χαρακτήρες/ σύμβολα που φτάνουν μέχρι το σήμερα και θα ανακαλύψει τους σκοπούς και τα συμφέροντα όσων ανακήρυξαν τους εαυτούς τους «προστάτες». Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι: «Τελικά οι «Προστάτες» προστάτεψαν την Ελλάδα;»
Το έργο
Όσο το σκηνικό μας να στηθεί
και ο θίασος για την παράσταση να ετοιμαστεί
μου δώσαν εντολή να σας γυρίσω
διακόσια χρόνια πίσω.
Δίχως να χάνω το λοιπόν κι εγώ καιρό
αρχίζω να σας ιστορώ,
πως αποτύχαμε, πριν από διακόσια χρόνια
να σπάσουμε τα κεφάλια αυτών,
που μας τυραννάνε ακόμα.
1821- 2021
Μια τολμηρή δήλωση σε ένα τολμηρό έργο, που ταξιδεύει πίσω στο χρόνο για να παρουσιάσει, όχι τα ένδοξα κατορθώματα των Ελλήνων αγωνιστών, αλλά το άδοξο παρασκήνιο της Επανάστασης. Ποιοι ήταν αυτοί, που κρυμμένοι πίσω από το επίθετο «προστάτες», προστάτευσαν τα δικά τους προνόμια και τη δική τους θέση εξουσίας;
Ο Μήτσος Ευθυμιάδης με ένα σκαμπρόζικο έργο- κλοουνερί, αναδεικνύει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα του απελευθερωτικού αγώνα, σχολιάζοντας δηκτικά τη συστηματική της αποσιώπηση. Αποκαθηλώνει, όχι μόνο τα αμφιλεγόμενα ονόματα της ιστορίας, όπως ο Μαυροκορδάτος, αλλά και πολλές από τις εμβληματικές προσωπικότητες, που θεωρείται ότι συνέβαλαν στην επιτυχία της επανάστασης. Οι «κοτζαμπάσηδες», ο κλήρος, οι τράπεζες, οι ξένες δυνάμεις και τα πολιτικά παιχνίδια: ποιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν ακόμα;
«Οι Προστάτες» ανέβηκαν για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης, το 1976. Σαράντα έξι χρόνια μετά από την πρώτη παράσταση, επιστρέφουν στη σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» της Μονής Λαζαριστών, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, αποκαλύπτοντας με χιούμορ τις εθνικές πληγές, που διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, φαίνεται πως ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να επουλώσουμε.
Σημείωμα σκηνοθέτη
Ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Δικαίως τον γιορτάζουμε, δικαίως αισθανόμαστε περηφάνια για αυτήν την τόσο ταραγμένη περίοδο της ιστορίας, η οποία μας κληροδότησε την εθνική μας ταυτότητα, εδραιώνοντας το νεότερο Ελληνικό κράτος.
Όπως αναφέρει ο Roderick Beaton στο βιβλίο του «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της»: «Οι ιστορικοί άργησαν να αναγνωρίσουν τον καίριο ρόλο που έπαιξε η ελληνική εξέγερση και η διεθνής αναγνώριση της Ελλάδος ως κυρίαρχου ανεξάρτητου κράτους εννέα χρόνια αργότερα, το 1830, σε αυτή τη διαδικασία, η οποία αναδιαμόρφωσε το γεωπολιτικό σκηνικό της ευρωπαϊκής ηπείρου ή, μάλλον, για την ακρίβεια, μεγάλου μέρους του κόσμου».
Ποια είναι όμως η αλήθεια για το ΄21; Πολλές αλήθειες. Οι αλήθειες των ξένων δυνάμεων, των προστατών μας, οι αλήθειες των κοτζαμπάσηδων, οι αλήθειες του κλήρου, οι αλήθειες των πολιτικάντηδων και βέβαια οι αλήθειες του πολυβασανισμένου λαού. Των ραγιάδων – από την Αιγυπτιακή λέξη «ραγί» που σημαίνει κοπάδι.
Οι «Προστάτες» του Μήτσου Ευθυμιάδη είναι μια ιστορικο-κριτική σάτιρα, η οποία «ξεσκεπάζει» ορισμένες αλήθειες που αποτελούν μέσα από τη δική του– θεατρική και συγγραφική– ματιά τον καμβά που οδήγησε στη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους.
Ένα έργο πλούσιο σε εικόνες, με πεζό λόγο έντεχνα συνδυασμένο με λαϊκή ρίμα, με τριάντα πέντε τραγούδια που λειτουργούν ως δράση σχολιάζοντας τα δρώμενα και δίνοντας με αυτόν τον τρόπο στο έργο μια μορφή επικής λαϊκής όπερας.
Ο Ευθυμιάδης με αυτό το έργο έντεχνα ισορρόπησε ανάμεσα στην καθιερωμένη θεατρική φόρμα όσο και στα λαϊκά θεάματα των πανηγυριών και του Καραγκιόζη. Μια θεατρική φόρμα που περιλαμβάνει θέατρο στο θέατρο, αφήγηση, τραγούδια, ιστορικά ντοκουμέντα αλλά και εμβόλιμες σκηνές δράσης που αφορούσαν την εποχή που γράφτηκε (Χιλή, επαναστάτες τουπαμάρος κ.ά.).
Ευτυχής συγκυρία η μουσική του Χρήστου Λεοντή, η οποία προτάσσοντας μια διαχρονική «ελληνικότητα», συμβάλλει και απογειώνει την αισθητική του έργου. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τα εξαιρετικά σκηνικά και κοστούμια της Άννας-Μαρίας Αγγελίδου και την κινησιολογία του χορογράφου Τάσου Παπαδόπουλου, τον Γιάννη Τούμπα που «φώτισε» την ιστορία και τη μουσική διδασκαλία του Παναγιώτη Μπάρλα.