Η Σάντυ Αγραφιώτη, μια γυναίκα συνηθισμένη στα πλούτη, τα χάνει όλα και μετακομίζει με τη μητέρα της και τα παιδιά της σε μία μικρή γειτονιά. Εκεί μένει και ο Μανώλης Αραποστάθης, ένας κοινός πολίτης, ο οποίος εργάζεται σε μία ψαραγορά και μένει μαζί με τα παιδιά του και τη νυν σύντροφό του, τη Στέλλα. Κάποια στιγμή τρακάρουν και αρχίζουν μία φιλική σχέση. Η Σάντυ ψάχνει να βρει δουλειά, αλλά δεν μπορεί να βρει την κατάλληλη, γιατί δεν έχει γνώση από καμία. Ο Μανώλης της προτείνει να εργαστεί στην ψαραγορά, κάτι το οποίο αποδέχεται παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Παράλληλα, τα παιδιά της Σάντυ συνηθίζουν στο καινούριο τους σχολείο, αποκτούν φιλίες και σχέσεις και συμφιλιώνονται με τα παιδιά του Μανώλη. Σιγά - σιγά η σχέση του Μανώλη και της Σάντυ αρχίζει να γίνεται ερωτική. Εμπόδια στη σχέση τους είναι η Στέλλα και στην πορεία και ο Διονύσης, ο άντρας της Σάντυ, ο οποίος δραπέτευσε από τη φυλακή και προσποιείται ότι έπαθε αμνησία. Στο τέλος του πρώτου κύκλου ο Μανώλης είναι έτοιμος να αρραβωνιαστεί τη Στέλλα και η Σάντυ προσπαθεί να αποκαλύψει, όπως είχε συμφωνήσει με το Μανώλη, τη σχέση τους.
Παρ' όλα αυτά, στον δεύτερο κύκλο βλέπουμε ότι η Στέλλα και ο Μανώλης αρραβωνιάστηκαν και η Σάντυ δεν πρόλαβε να αποκαλύψει τη σχέση τους. Παράλληλα, η Σάντυ ξανακερδίζει τα πλούτη της, με τον Διονύση να έχει μπει φυλακή, και μετακομίζει στο παλιό της σπίτι. Ενώ όμως έχουν αποφασίσει να μην ξαναμιλήσουν ποτέ, συναντιόνται στις διακοπές τους σε ένα νησί, όπου η Στέλλα με τον Μανώλη έχουν πάει εκεί για ταξίδι του Μέλιτος, ενώ η Σάντυ με τη μαμά της, τη Νενέλα για διακοπές. Ίσως η μοίρα να τους θέλει κοντά, γιατί συναντιούνται σε τρία μέρη στις διακοπές τους. Όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, η Σάντυ μαθαίνει από τον δικηγόρο του Διονύση, ότι ο Διονύσης της άφησε κάποια προίκα, ανάμεσα και το παλιό της σπίτι, αλλά και την ψαραγορά. Τελικά, Μανώλης και Σάντυ πρέπει να συνεργαστούν για την ψαραγορά.