Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να ασχοληθείτε με την υποκριτική;
Άννυ Λούλου: Μεγάλη το κατάλαβα,δεν ημουν από αυτούς που έλεγαν από μικροί ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. Να φανταστείς, ότι στη Τρίτη λυκείου έδινα για Ιατρική και είχα κάποιους φίλους που έκαναν μια παράσταση στο σχολείο τους αλλα επειδή ήταν αρρένων πρότειναν σε εμένα να παίξω τον γυναικειο ρόλο και έτσι ξεκίνησε να μου αρέσει. Στην Ιατρική έδωσα, πέρασα αλλά δεν πήγα (γέλια). Με κέρδισε το σανίδι.
Ευγενία Αποστόλου: Εγώ το ήξερα από μικρή. Μάζευα όλα τα παιδιά φίλων και συγγενών και φτιάχναμε παραστάσεις που τις παρουσιάζαμε στους μεγάλους. Επίσης μου άρεσε να μπαίνω σε ρόλους στη ζωή μου. Αλλά αυτό που με έκανε να το σκεφτώ πιο σοβαρά ήταν, όταν στα 12 μου χρόνια, ο Σπύρος Ευαγγελάτος έκανε μια παράσταση στην Επίδαυρο και έψαχνε δύο παιδιά να παίξουν δυο ρόλους. Επειδή τύχαινε να παίζει μια γνωστή μας στην παράσταση, παίξαμε με τον αδερφό μου στο έργο «Ψυχοστασία» εκεί σε αυτόν το μαγικό χώρο. Ένιωσα κάτι σαν χρίσμα, δεν ξέρω πώς να το πώ. Ε μετά στο Λύκειο που υπήρχε μια θεατρική ομάδα, εκεί άρχισα να «βαπτίζομαι». Τελικά κι εγώ έδωσα εξετάσεις στη γαλλική φιλολογία αλλά μπήκα και στη δραματική σχολή Βεάκη, όπου από κει με τον Γεράσιμο Γεννατά, τον Μανώλη Μαυροματάκη και άλλους της τάξης μας ξεκινήσαμε την πορεία μας στο θέατρο.
Τι πραγματεύεται η παράσταση;
Ευγενία Αποστόλου: Είναι μια παράσταση για το ίδιο το θέατρο και τους ηθοποιούς. Αυτό το έργο είναι σα να φωτίζει τα σκοτάδια των ηθοποιών. Οι θεατές έχουν συνηθίσει να βλέπουν κάτι έτοιμο, ολοκληρωμένο κάτω από τα φώτα της σκηνής. Βλέπουν τους ηθοποιούς λαμπερούς. Το συγκεκριμένο έργο φωτίζει αυτή τη διαδικασία με τις δυσκολίες και τα ψυχικά, εσωτερικά σκοτάδια των ηθοποιών και όλο αυτό που συμβαίνει στο παρασκήνιο, μέχρι να βγει η παράσταση στη σκηνή έτοιμη. Ο θεατής δεν ξέρει τι έχει προηγηθεί και μέσω αυτού του έργου το ανακαλύπτει κάτι πολύ ενδαφέρον και ιδιαίτερο. Επίσης όλοι οι χαρακτήρες του έργου έχουν κάτι πολύ ανθρώπινο κάτι που δίνει στο έργο έναν υπαρξιακό χαρακτήρα. Κάποια στιγμή μέσα στο έργο έρχονται αντιμέτωποι με το ερώτημα «Ποιος είμαι και τι κάνω». Και όλα αυτά μέσα από το πρίσμα του πολέμου που ούτως ή άλλως σε βάζει σε μια κατάσταση ζωής και θανάτου.
Άννυ Λούλου: Αυτό που μπορεί να συμβεί στα παρασκήνια, εδώ ο θεατής το βλέπει μποροστά του. Κι αυτό έχει μια γοητεία για το κοινό. Όλη αυτή η αγωνία, τα λάθη, η ένταση, είναι στοιχεία που ελκύουν τους ανθρώπους. Αυτό το έργο θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι μαύρη κωμωδία, γιατί υπάρχουν διαρκώς στοιχεία χιούμορ στο έργο αλλά πίσω στο φόντο πλανάται ο θάνατος. Και ο ίδιος ο Σερ (ο πρωταγωνιστής) είναι ετοιμοθάνατος.
Πείτε μας για τους ρόλους σας στον «Αμπιγιέρ»
Ευγενία Αποστόλου: Ο δικός μου ρόλος είναι της Μαρτζ. Η Μαρτζ είναι η διευθύντρια της σκηνής. Περιγράφεται σαν μια γυναίκα πολύ ψυχρή, κυνική και πολύ ψύχραιμη. Ξέρει πάντα τι να κάνει σε οποιαδήποτε περίπτωση, έχει την ευθύνη της παράστασης. Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι το διττό του χαρακτήρα της. Πίσω από αυτήν την οργάνωση, την ψυχρότητα, κρύβεται ένας βαθύς πόνος και μια πολύ μεγάλη τρυφερότητα, αγάπη και αφοσίωση στον Σερ (τον πρωταγωνιστή του θιάσου).
Άννυ Λούλου: Εγώ υποδύομαι τη γυνάικα του Σερ, τη Λαίδη. Είμαι αυτή που απορρίπτει όλο το μύθο του θεάτρου. Η Λαίδη έχει ζήσει την κατάσταση αυτή πάρα πολύ, έχει δει το παραμύθι και το φούμαρο που υπάρχει στο χώρο της τέχνης και πλέον έχει σιχαθεί, δεν το πιστεύει πια. Επίσης είναι παντρεμένη τόσα χρόνια με τον Σερ που είναι το κατεξοχήν δείγμα εγωκεντρικού καλλιτέχνη και ανθρώπου, κάτι που την έχει κουράσει αφόρητα, μιας και ζει στη σκιά του όλη της τη ζωή. Η Λαίδη είναι αυτή που με τα λόγια της προσπαθεί να σπάσει τη φούσκα περί τέχνης και θεάτρου που υπάρχει στους γύρω της.
Στο χώρο του θεάτρου, της τέχνης γενικότερα, χρειάζεται ο καλλιτέχνης να είναι εγωκεντρικός;
Άννυ Λούλου: Κατά τη γνώμη μου δεν χρειάζεται. Πιστεύω ότι είναι κάτι βαθύτερο αυτή η προσφορά προς την τέχνη. Θα πρέπει να ξεπερνάει ο καλλιτέχνης το προσωπικό, να κάνει μια υπέρβαση προς κάτι το οικουμενικό, να είναι γενναιόδωρος. Αυτή είναι η αποστολή του καλλιτέχνη. Διαφορετικά, το να μείνει στο εγώ και στην προσωπική ματαιοδοξία είναι κάτι που θα περιορίσει πάρα πολύ και το ρόλο του και τον εαυτό του. Και επειδή ο καλλιτέχνης είναι πιο κοντά στην πνευματικότητα, οφείλει να το προσπαθήσει και να το καλλιεργήσει. Μέσα στη φύση της τέχνης υπάρχει η ανάγκη να αρέσεις και γι αυτό είναι ακομα πιο δύσκολη αυτή η υπέρβαση.
Ευγενία Αποστόλου: Η σκηνή από μόνη της είναι μια παγίδα γιατί έχει κάτι εγωκεντρικό. Αυτό είναι που πρέπει να ξεπεράσει ο καλλιτέχνης. Αν μπορέσει να ξεπεράσει την παγίδα, θα μπορέσει να ανέβει πολλαπλά επίπεδα γιατί το θέατρο είναι συλλογική δουλειά. Οι καλές παραστάσεις είναι αυτές που ο ένας ηθοποιός πραγματικά ακούει και επικοινωνεί με τον άλλον. Είναι μια πρόκληση για τον ηθοποιό να μπορέσει να ξεπεράσει το στάδιο της προβολής και της λάμψης και να πάει στο επόμενο πιο βαθύ.
Εσείς είστε οι δύο γυναίκες του έργου. Έχετε κάτι κοινό;
Ευγενία Αποστόλου: Το μόνο κοινό είναι η αγάπη για τον Σερ αλλά από εντελώς διαφορετικές θέσεις. Η Μαρτζ τον αγαπάει πραγματικά. Είναι μαζί του 20 χρόνια, τον ξέρει πολύ καλά και θέλει το καλό του. Αυτός ο έρωτας δεν βιώθηκε ποτέ, μπήκε σε ένα συρταράκι και έμεινε εκεί για πάντα. Τώρα πια μετά από τόσα χρόνια έμεινε το νοιάξιμο και η φιλία. Γιατί ο Σερ δεν είναι γενναιόδωρος, δεν μπορεί να δώσει λόγω του εγωκεντρισμού του.
Άννυ Λούλου: Η σχέση της Μαρτζ με τον Σερ έχει περισσότερη ερωτική διάσταση παρά με τη Λαίδη που είναι παντρεμένη μαζί του τόσα χρόνια. Είναι πια μια κουρασμένη σχέση αυτή. Τον αγαπάει μεν και ανησυχεί για εκείνον αλλά μέχρι εκεί.
Αλλά όλοι τον αγαπάνε τελικά (γέλια) Εσείς οι δύο και ο Αμπιγιέρ, ο Νόρμαν.
Άννυ Λούλου: Ναι έχει κάτι γοητευτικό, ελκυστικό, έχει ένα επίπεδο, μια έντονη προσωπικότητα. Αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αυτήν την υπέρβαση που λέγαμε πριν, καταλήγει να γίνει ένα Τέρας, ένα πραγματικό τέρας.
Ευγενία Αποστόλου: Και στο έργο σατιρίζεται πολύ εύστοχα αυτό το Τέρας, το φέρνει μπροστά στο φως.
Η παράσταση "Ο Αμπιγιέρ" παίζεται στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας (Σκηνή Β')