Άρθρο χρήστη

Φυλές σκην. Τάκης Τζαμαργιάς

21 Φεβρουαρίου 2020

Η συναισθηματική βαθύτητα και ευγλωττία της «γλώσσας» όσων είναι καταδικασμένοι στη σιωπή. Η συναισθηματική δίψα τους, η αξιοπρέπειά τους. Και το δικαίωμα των ανθρώπων αυτών να γίνεται σεβαστή και αποδεκτή η ιδιαιτερότητά τους από το "φυσιολογικό" περιβάλλον τους. Τέτοια μηνύματα ουσιώδη, βαθύτατα πανανθρώπινα και ουμανιστικά, "διατυπωμένα" με την τέχνη του θεάτρου αναδύονται από το μαστόρικα γραμμένο έργο "Φυλές" της Νίνα Ρέιν. Στα χνάρια αυτών των μηνυμάτων βάδισε και η ρεαλιστική, με τους ρυθμούς, τις ανάσες, τις υφέσεις και εντάσεις της ζωής, αισθαντική, μετρημένη στις δραματικές και χιουμοριστικές «δόσεις», σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά. Σκηνοθεσία που πήρε αλλά και αφομοίωσε με εξαιρετικό θεατρικό τρόπο, όπως και οι ηθοποιοί, πολύ καλά τα μαθήματα της ειδικής «γλώσσας» όσων έχουν προβλήματα ακοής και λόγου.

Το έργο, με ευθείες αναφορές στα Παιδιά Ενός Κατώτερου Θεού, ξεκινά με αφορμή ένα επιστημολογικό μάλλον θέμα και καταλήγει σε μια δραματική απεικόνιση των σχέσεων αγάπης-μίσους μιας οικογένειας μορφωμένων Εβραίων που αρνούνται να αντιμετωπίσουν το εκ γενετής κωφό μέλος τους ως «ανάπηρο". Η λατρεία του διαφορετικού, η αποθέωση της ιδιαιτερότητας, η πίστη πως χρέος της κοινωνίας είναι να διασφαλίσει τόσο την ισότητα όσων υστερούν σε κάποιον τομέα εκ γενετής υπαγορεύει τη στάση τους. Στον αντίποδα των Καιάδων του παρελθόντος, ειδικά ο πατέρας της οικογένειας (Μανώλης Μαυροματάκης), επιλέγει τον συμβιβασμό και βαυκαλίζεται πως όλα είναι φυσιολογικά, αρνούμενος να ενσκύψει με ενσυναίσθηση στο πρόβλημα του παιδιού του. Οι άνθρωποι, για δεκάδες σημαντικούς και ασήμαντους λόγους επιλεγουν το ψέμα προκειμένου, έστω και με το ζόρι, να διαφυλάξουν μία κάποια ισορροπία. Ισορροπία, ασφαλώς ευαίσθητη, που θα ανατραπεί όταν ο Μπιλυ (Μάνος Καρατζογιάννης) θα γνωρίσει την Σύλβια (Βασιλική Τρουφάκου), η οποία θα τον συστήσει στην κοινότητα κωφών της πόλης, με εκκρηκτικές συνέπειες για όλα τα μέλη της οικογένειας, των οποίων οι ζωές προχωρούν αξεδιάλυτα δεμένες μεταξύ τους.

Αυτά ακριβώς τα νεφελώδη σύνορα των σχέσεων, οι κοφτερές αμφισημίες, οι λεπτές ισορροπίες, οι αδιάκοποι ελιγμοί του λόγου που δημιουργούν ένα συνεχές παραπέτασμα καπνού καθώς οι ήρωες δεν λένε σχεδόν ποτέ όσα πραγματικά θέλουν να πουν αναδεικνύονται στο μεγάλο προσόν του έργου (προσόν που εκμεταλλεύεται ευφυέστατα ο Τζαμαργιάς, καταγράφοντες σε οθόνες τις πραγματικές σκέψεις των πρωταγωνιστών).

Εξίσου θετικό χαρακτηριστικό της γραφής της Ρέιν είναι πως αποφέυγει τον μελοδραματισμό εγχέοντας μικρές δόσεις χιούμορ που δεν παραβιάζουν την ουσία των νοημάτων. Το καθαρό αφηγηματικό νήμα, η διαυγής παρουσίαση των χαρακτήρων και των σχέσεων συνοδεύονται ενίοτε από διάθεση παιχνιδιάρικη. Ωστόσο, δεν αποδεικνύονται όλες οι Πράξεις εξίσου στέρεα δουλεμένες. Η μάχη που διαδραματίζεται στην ψυχή του νεαρού Μπιλ, από τη στιγμή που γνωρίζει την Σύλβια, και μαζί της τη νοηματική γλώσσα δε δημιουργεί την αίσθηση της κλιμάκωσης, και έτσι το ξέσπασμα και η συγκρουση με την οικογένεια του δεν αιτιολογούνται δραματουργικά επαρκώς.

Ο Μαυροματάκης φτιάχνει έναν εξαιρετικό Κρίστοφερ, με όλα τα ελαττώματα του ήρωα, την γκρίνια, τον εγωισμό, την αλαζονεία να ξεπηδούν ολοζώντανα και να συνθέτουν δυναμικά τόσο την απωθητική όσο και την ανθρώπινη, κωμική διάστασή του. Ορμητικός, πληθωρικός, ο πρωταγωνιστής, στα καλύτερά του. Ισάξια δίπλα του η μητέρα της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη, η οποία με έμφυτη κομψότητα και μέτρο στα εκφραστικά της μέσα επιτυγχάνει υποκριτικές αποχρώσεις και μεταπτώσεις που αρνούνται την πεπατημένη. Επαρκέστατοι και ολοι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές.