Άρθρο χρήστη

Τρεις Αδελφές - Σκηνοθετώντας με αυτοπεποίθηση

17 Φεβρουαρίου 2020
Τρεις Αδελφές - Σκηνοθετώντας με αυτοπεποίθηση
Αυτές οι τρεις αδελφές έχουν βαριά ρώσικη προφορά αλλά τα λόγια τους είναι γεμάτα ποίηση.
Αυτές οι τρεις αδελφές φορούν συντηρητικά, παλιομοδίτικα ρούχα, αλλά τα απεκδύονται όταν ονειρεύονται.
Αυτές οι τρεις αδελφές βουλιάζουν στην ανία της καθημερινότητας και των ματαιώσεων τους, αλλά ταυτόχρονα σκαρφαλώνουν σαν αγριοκάτσικα πανω στα έπιπλα που συνωστίζουν το σπιτικό τους, νομίζοντας πως αν ξεπεράσουν τις καρέκλες, τους καναπέδες και τα τραπέζια, θα ξεπεράσουν μαζί κι όλα τα άλλα "εμπόδια" που τους κλείνουν τον δρόμο.
 
Ο Δημήτρης Καραντζάς ανεβάζει Άντον Τσέχοφ και απαντά σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα του μεγάλου Ρώσου δραματουργού: Τι είναι η ευτυχία; πώς αφήνουμε πίσω μας, στις επόμενες γενιές, το ίχνος μας; τι κάνουμε όταν η ζωή δεν εξελιχθεί όπως αναμενόταν; Απαντά, όμως, και σε άλλα, δικά του ερωτήματα ο Καραντζάς. Τι είναι κλασικό; πώς το ξαναδιαβάζεις με σεβασμό; αλλά και πώς το κάνεις δικό σου;
 
Οι διαπροσωπικές και τριγωνικές σχέσεις είναι εδώ και μάλιστα έχουν υπερτονιστεί (θαυμάσιες οι εσοχές του σκηνικού όπου αποσύρονται κάθε φορά ανά δύο ή τρεις οι πρωταγωνιστές για να συνομιλήσουν). Όπως εδώ είναι και οι σιωπές, τα σοφά ιντερμέδια του Τσεχοφικού θεάτρου, που τόσο βαθαίνουν και αξιοποιούν τον δραματικό λόγο του. Κι αυτές υπερτονισμένες: στιγμές στιγμές οι ήρωες μαρμαρώνουν, όπως μπροστά σε μια φωτογραφική κάμερα. Όμως, υπάρχουν κι άλλα. Υπάρχει μια ανεπανάληπτη μείξη θλίψης και καγχασμού. Όλα στατικά και όλα κινούμενα. Στακάτο και Λεγκάτο. Και δυο φωτιές, αυτή που καίει μακριά και δεν αγγίζει το σπίτι των Πραζόρωφ, και η άλλη, η εσωτερική που τους πυρπολεί όλους και κάνει τα όνειρα τους καπνό.
 
Αυτές οι τρεις αδελφές, η Μάσα η Όλγα και η Ιρίνα δεν είναι εξαιρετικές γυναίκες . Είναι άνθρωποι καθημερινοί και τη ζωή τους δεν τη σημαδεύουν πόλεμοι, επαναστάσεις ή εξεγέρσεις. Τη σημαδεύουν, γενέθλια, απόκριες, φωτιές, νύφες και αδελφοί, θάνατοι και χωρισμοί. Αυτές τις γυναικες τις αγαπά ο Καραντζάς. Και αυτές, εξαιρετικές ηθοποιοί και οι τρεις (Κ. Καραμπέτη, Μ. Κεχαγιόγλου, Α. Μαξίμου), του το ανταποδίδουν με τις ερμηνείες τους.
 
Προς το τέλος της παράστασης, υπάρχει μια λαμπρή, ονειρική σκηνή, με τις πρωταγωνίστριες να χορεύουν, ξέγνοιαστες για πρώτη φορά στη ζωή τους, κάτω από τις νιφάδες χιονιού. Αν γνωρίζεις το πρωτότυπο, βλέπεις μπροστά σου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πώς ο σκηνοθέτης τιμά το πρωτότυπο και ταυτόχρονα το συντρίβει, υποτάσσοντας το στη δική του ανάγνωση. Είναι μία μορφή δημιουργικού - ας μου επιτραπεί ο όρος- "βανδαλισμού", που δεν περιφρονεί, όμως, τον Τσέχοφ, αντιθέτως αντιλαμβάνεται ότι κάθε γενιά πρέπει να πάρει από αυτόν ο,τι χρειάζεται για να μιλήσει όχι με το παρελθόν, αλλά με τα εκατομμύρια των Όλγες, Ιρίνες και Μάσες του σήμερα. Διαφορετικά, γιατί να μπει καν στον κόπο;