Άρθρο χρήστη

Για την παράσταση Χορός της Φωτιάς

7 Φεβρουαρίου 2020

Αναρωτιόμουν τι να 'ναι συντακτικά αυτή η γενική στον τίτλο της καινούριας παράστασης του Άρη Μπινιάρη "Ο χορός της Φωτιάς".
Γενική κτητική ή της ιδιότητας ή τι άλλο; Χορός που όταν εκτελείται οι κινήσεις των χορευτών μοιάζουν με τις φλόγες που ξεπηδούν από τη φωτιά; Χορός που γεννήθηκε μέσα από τη μεταφορική "φωτιά" του αγώνα για την επιβίωση, τη "φωτιά"του πολέμου; Έπειτα έμαθα πως η παράσταση αφορά τον ελληνισμό του Πόντου. Και τότε θυμήθηκα έναν άλλο χορό της φωτιάς, αρχαίο, τον Πυρρίχιο (από το Πυρ- κατά την ετυμολογία της Lillian Lawler) που μόνοι οι Πόντιοι διέσωσαν, κρατώντας αναλλοίωτη τη μορφή και το περιεχόμενο του, χορεύοντας τον μέχρι σήμερα και διατηρώντας την αρχική του ονομασία.

Ο Ελληνισμός του Πόντου δεν είναι θέμα το οποίο θα περίμενες να επιλέξει ένας νέος σκηνοθέτης ο οποίος έχει ήδη ξεχωρίσει για το έντονα προσωπικό ύφος και την πρωτοτυπία των παραστάσεων του. Φαίνεται όμως, πως στον Χορό της Φωτιάς, όπως και στο Ύψωμα 731 που ξεκίνησε πέρσι και συνεχίζεται και φέτος στο θέατρο Πορεία, το κέντρο βάρους δεν είναι η ίδια η ιστορία ως συμβάν, αλλά το πώς στεκόμαστε εμείς απέναντι σ'αυτήν. Και κυρίως, όπως και ο ιδιος ο σκηνοθέτης μού ανέφερε σε μία συντομη συζήτηση που είχαμε στο τέλος της παράστασης, το πώς θα ανατρέψουμε τη διαδεδομένη αντίληψη πως με τα εθνικά θέματα έχουν "δικαίωμα" να καταπιάνονται μόνο οι εθνικιστές.

Μια παράσταση για τον Πόντο, λοιπόν. Χωρίς να ακούγεται ούτε μία φορά η λέξη Πόντος στο κείμενο. Γιατί οι πολύπαθοι ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν επί αιώνες στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, φέρουν μέσα τους τη μοίρα πολλών εθνών που για πολιτικούς, εθνικιστικούς, θρησκευτικούς ή αλλους λόγους αναγκάζονται να ξεριζωθούν. Και η αναλογία αυτής της μοίρας με τη μοίρα άλλων, σύγχρονων μας, εθνών, αποτυπώθηκε πιο εύλογα στα εβδομήντα λεπτά της παράστασης του Μπινιάρη από ο,τι στα ευχολόγια και τις γενικολογίες των πολιτικών. Και απομένει σε μας να κοιτάξουμε μέσα μας και να αποδεχθούμε πως όσο και αν η Απολλώνια έκφραση των νοημάτων έχει κυριαρχήσει στην τεχνοκρατική εποχή μας, μόνο η Διονυσιακή μπορεί να διεγείρει πραγματικά τα συναισθήματα μας και να μας ευαισθητοποιήσει.

Γιατί η παράσταση του Α. Μπινιάρη ήταν Διονυσιακή με τον τρόπο που ήταν παλιότερα οι Βάκχες του, ήταν εθνική με τον τρόπο που ήταν πέρσι το Ύψωμα 731, ήταν και πιο μοντέρνα απο οτιδήποτε άλλο βλέπουμε στις αθηναϊκές σκηνές, σε βαθμό τέτοιο ώστε να σκέφτομαι πως ο όρος χορόδραμα δεν είναι αρκετός για να περιγράψει αυτό που έβλεπα και πως θα έπρεπε να βρεθεί καποια καινούρια λέξη. Μεταθέατρο ίσως... Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, με πρωταγωνιστή τον μουσικό ήχο, τη μελοποιημένη εκφορά του λόγου, τις επαναλήψεις και τον ρυθμό, δημιούργησε και έφερε στο προσκήνιο εικόνες από την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, την ειρηνική ζωή στα πλούσια χώματα του Εύξεινου Πόντου, τον διωγμό από τους εθνικιστές Νεότουρκους (πόσο εύγλωττο το μαύρο χρώμα στα κουστούμια τους!), την απώλεια της ζωής, των συγγενών, της πατρίδας. Η αποτύπωση της χαμένης ταυτότητας κορυφώνεται στην τελική σκηνή του Πυρρίχιου χορού, που με τη βοήθεια και των εξαιρετικών φωτισμών της Στέλλας Κάλτσου, είναι η πιο δυνατή του έργου.

Η όψη της παράστασης – και κυρίως τα πλισέ κουστούμια της Ματίνας Μέγκλα–, η γλώσσα του σώματος των έντεκα ηθοποιών (ανάμεσα τους ο Χρήστος Λούλης και η Ιωάννα Παππά) και ο ρυθμικός, ελλειπτικός, σχεδόν συνθηματολογικός τους λόγος ήταν μερικά ακόμη από τα στοιχεία που ξεχώρισαν. Η περίπτωση Μπινιάρη είναι σίγουρο πως θα μας απασχολήσει για πολλά χρόνια ακόμη!