Πότε έφυγες από τη Μόσχα και γύρισες μόνιμα στην Αθήνα;
Τελείωσα τις σπουδές μου στη Μόσχα το 2013 και κάπως πιο μόνιμα ήρθα στην Ελλάδα το 2015. Πηγαινοερχόμουν και έκανα δουλειές στη Μόσχα, στην Ελλάδα, στην Πολωνία, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι πρέπει να έχω διεύθυνση οπότε απέκτησα μια εδώ στην Αθήνα (γέλια).
Σε κούρασε αυτό το πήγαινε-έλα;
Όχι ακριβώς. Δεν ήταν τόσο ότι με κούρασε, όσο ότι είχα την αίσθηση πως εγώ με κάποιο τρόπο έπρεπε να πάρω μια απόφαση για το πού θέλω να είναι η βάση μου, ώστε δημιουργικά αυτό που κάνω να έχει μια συνέχεια.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό για σένα, η συνέχεια;
Πολύ σημαντικό. Ξεκινάω έναν διάλογο με το κοινό. Όχι απλά κάνω κάτι σε ένα μέρος, φεύγω και τέλος. H επιλογή των υλικών με τα οποία καταπιάνεσαι, οι συνεργάτες σου οι βασικοί, τα ερωτήματα που κάθε φορά θέτεις, όλα αυτά είναι σημαντικά για μένα. Όλα αυτά είναι οι κρίκοι μιας αλυσίδας. Πολύ συχνά σκεφτόμαστε ότι οι δημιουργοί κάνουν μια δουλειά τώρα και την άλλη χρονιά κάτι τελείως άλλο και το κρίνουμε αυτό το «άλλο» κάθε φορά ξεχωριστά, ενώ στην πραγματικότητα η κάθε δουλειά είναι το επόμενο βήμα μιας διαδικασίας που έχει πολύ να κάνει με το από πού έρχεσαι. Άρα το να έχεις μια βάση και να δημιουργείς σχέση με το κοινό σίγουρα είναι καθοριστικό, χωρίς να σημαίνει ότι είναι το μόνο ζητούμενο. Για μένα αυτό πρέπει να συνδυάζεται με μια εξωστρέφεια.
Η πρωταγωνίστρια του έργου, η Μόλλυ Σουήνη είναι μια κοπέλα τυφλή που μετά από μια επέμβαση, καταφέρνει να δει. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι συναρπαστικό! Βλέπουμε όμως ότι η ζωή που είχε – η οποία ήταν ευτυχισμένη όπως φαίνεται στην παράσταση – καταρρέει. Γιατί;
Καταρχάς ναι, είναι συναρπαστικό, μάλιστα η λέξη αυτή υπάρχει και στην παράσταση! Ξεκινάει κάτι καινούριο, είναι ένα θαύμα! Το θέμα είναι ότι υπάρχει μια εξέλιξη σε αυτήν την ιστορία που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει. Ξεκινούν με τις καλύτερες των προθέσεων και ο άντρας της και ο γιατρός της αλλά και η ίδια – παρόλο που δεν ήταν στις προτεραιότητές της το να δει. Ξεκινάει όμως για κάτι το οποίο, όταν πια το αποκτά, μετατρέπεται η ζωή της σε έναν αγώνα. Πρέπει να ξαναφτιάξει τον κόσμο της. Όλη η πρόσληψη της πραγματικότητας, του κόσμου, των ανθρώπων, του χώρου, των οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, τα πάντα πρέπει να μαθει να τα προσλαμβάνει με έναν διαφορετικό τρόπο. Σκέψου εμείς να ξυπνούσαμε μια μέρα έχοντας μια έκτη αίσθηση... Αυτή είναι η αναλογία. Άρα συναρπαστικό είναι αλλά ταυτόχρονα είναι και μάχη. Και αυτό που συμβαίνει στο έργο είναι πως αυτή η γυναίκα δίνει τη μάχη, δεν εγκαταλείπει τα όπλα, δεν απογοητεύεται. Είναι πολύ σημαντικό αυτό: η ζωή της Μόλλυ δεν κατέρρευσε επειδή απογοητεύτηκε αλλά από την υπερπροσπάθεια, την υπερπληροφόρηση, την οξύτατη οργανική και ψυχική κόπωση που υπέστη. Πριν την επέμβαση ήταν ένας άνθρωπος χαρούμενος, ήταν εντελώς αυτόνομη, είχε φίλους, εργαζόταν, ήταν δημοφιλής στον κύκλο της, ήταν ένας πλήρης ζωντανός άνθρωπος που, όταν βρέθηκε να μπορεί να δει, έπρεπε να ξαναμάθει τα πάντα κι αυτό είναι τρομερά δύσκολο τελικά. Την υπερβαίνει.
Υπάρχει στην ιστορία του Φρίελ κάτι το συμβολικό, το αλληγορικό;
Βέβαια. Ο Φρίελ δεν μένει στο ζήτημα της τυφλότητας. Η τυφλότητα είναι ένα όχημα, ένας τρόπος να μιλήσει – στη δική μας ανάγνωση – για το θέμα της ταυτότητας. Και για το τι σε κάνει να είσαι αυτό που είσαι, τι γίνεται όταν αυτό πλήττεται και τι σημαίνει «αγωνίζομαι να με διαφυλάξω». Θέλει να σε βάλει σε μια σκέψη του πώς είναι να μπεις στη θέση του άλλου, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που εσύ φαντάζεσαι. Δηλαδή ο καθένας μας προσλαμβάνει τον κόσμο και την πραγματικότητα με τον απολύτως προσωπικό του τρόπο. Η πραγματικότητα επομένως δεν υπάρχει, δεν είναι μία. Δεν υπάρχει το αντικειμενικό. Όλα είναι υποκειμενικά. Και γι’αυτό ακριβώς φτιάχνει ο Φρίελ ένα έργο με τις υποκειμενικές αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων, της Μόλλυ Σουήνη, του συζύγου της και του γιατρού της. Την ιστορία την μαθαίνουμε από τη διαφορετική οπτική αυτών των τριών ανθρώπων. Η ίδια η φόρμα του έργου δηλαδή φέρει το θέμα. Κατά τη γνώμη μου, ιδιοφυές.
Μιας και μιλάμε για το ζήτημα της ταυτότητας, ψηφίστηκε πριν λίγο καιρό από τη βουλή η δυνατότητα αλλαγής φύλου από την ηλικία των 15 ετών. Ποια είναι η άποψή σου πάνω στο θέμα;
Πιστεύω ότι καλώς συμβαίνει, είναι ένα σπουδαίο βήμα, μια κατάκτηση κοινωνική και το στηρίζω, αλλά έχω σοβαρές αμφιβολίες για την ηλικία. Νομίζω ότι στην εφηβεία είσαι σε σύγκρουση με την οικογένεια και με όλο τον κόσμο, είσαι σε μια ακραία πολεμική, και κατά τη γνώμη μου είναι επίφοβο αυτού του είδους η απόφαση να προέρχεται από μια τέτοια «θύελλα κι ορμή». Μπορεί φυσικά κάποιος στην ηλικία των 15 να ξέρει ποιος είναι και να είναι σίγουρος. Μπορεί όμως και μετά από τρία χρόνια να καταλήξει στην ίδια απόφαση αλλά πιο ήσυχα και πιο συνειδητά. Η εφηβεία είναι μια παράξενη φάση, μια μυστηριώδης εποχή… Έχεις τέτοια ανάγκη να προβοκάρεις τους άλλους και τον εαυτό σου, έχεις να διαχειριστείς τόσα πολλά θέματα, όπως το ζήτημα της αποδοχής, τους γονείς σου, το να μη γίνεις όπως εκείνοι, αλλά ούτε και όπως θέλουν οι άλλοι, είναι πολλά τα μέτωπα. Ίσως δεν θα έπρεπε να αποφασίζεις κάτι τόσο σοβαρό όταν βρίσκεσαι σε σύγκρουση με όλα. Πέραν αυτού χαίρομαι πολύ που συμβαίνει.
Αρκεί το νομοσχέδιο για να αλλάξουν τα πράγματα;
Για μένα δεν ισχύει το επιχείρημα ότι δεν είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία, γιατί ακούω πολύ κόσμο να το λέει. Η κοινωνία κάπως ετοιμάζεται, κάπως πρέπει να ξεκινήσει να είναι έτοιμη. Προφανώς όμως πέρα από το νομοσχέδιο απαιτούνται ταυτόχρονα πολλές παραπάνω πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα, ημερίδες σε όλα τα σχολεία της χώρας με τους καλύτερους ειδικούς που θα έρθουν να μιλήσουν για το θέμα του φύλου. Απαιτείται επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε τέτοια θέματα, να διαβάσουν, να είναι ανοιχτοί, να μην κρίνουν, χρειάζεται ουσιαστικά μια νέα γενιά εκπαιδευτικών, χρειάζεται να μπει μάθημα σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, δεν αρκεί δηλαδή ένα νομοσχέδιο, ώστε η κοινωνία να κάνει τα επόμενα βήματα. Γιατί δεν εξαφανίζει το bullying το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε.
Για να επανέλθουμε στο έργο, παρόλο που το θέμα του είναι κάπως στενάχωρο, υπάρχει ταυτόχρονα και πολύ χιούμορ. Αυτό είναι κάτι που υπάρχει στη ζωή σου;
Ναι βέβαια. Πιστεύω ότι το χιούμορ είναι ένας τρόπος ύπαρξης (γέλια). Χωρίς αυτό μάλλον καήκαμε! Είναι σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου, στη σχέση μου με τον εαυτό μου και στη σχέση μου με τους κοντινούς μου ανθρώπους. Αυτός είναι και ο λόγος που έγινε μια καινούρια μετάφραση, την οποία έκανε ο Αργύρης (Ξάφης), γιατί νιώθαμε ότι από τις υπάρχουσες μεταφράσεις έλειπε αυτό το στοιχείο. Χρειαζόμασταν να αναδείξουμε κάτι που υπάρχει μέσα στο κείμενο, μια ελαφρότητα κι ένα χιούμορ, με το οποίο η ιστορία ξετυλίγεται και αυτό την κάνει και τόσο συγκινητική τελικά. Ο Φρίελ τους αγαπάει πολύ αυτούς τους ρόλους, συμπάσχει αλλά δεν τους λυπάται, ούτε οι ίδιοι λυπούνται τον εαυτό τους, άρα υπάρχει χιούμορ.
Λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη;
Ναι, κατά κάποιο τρόπο, σε βοηθάει να φτάνεις στις αλήθειες των πραγμάτων. Τι είναι το χιούμορ; Είναι η ανατροπή, δηλαδή ο τρόπος να ανατρέπεις κάτι που εκείνη τη στιγμή μόλις έχει παγιωθεί, άρα διαρκώς να το «κουνάς». Ναι, είναι αναγκαίο να υπάρχει, ώστε να μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου.
Γιατί είναι κακό να παίρνεις πολύ στα σοβαρά τον εαυτό σου; Τι μπορεί να συμβεί;
Ναι, πιστεύω ότι είναι πρόβλημα (γέλια). Γιατί μπορεί να αποκοπείς από τους άλλους. Στη δουλειά μας χρειάζεται να βρίσκεσαι διαρκώς σε σύνδεση με τους ανθρώπους, να είσαι προσγειωμένος για να μπορείς να παρατηρείς και να έχεις μια ταπεινότητα, που να σου επιτρέπει να αμφιβάλεις. Αυτά μου φαίνονται αναγκαία χαρακτηριστικά για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Νομίζω ότι αν παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου όλα αυτά εξαφανίζονται (γέλια). Αρχίζεις και ίπτασαι, και νομίζεις ότι κάνεις κάτι τόσο σημαντικό που η ύπαρξη του κόσμου εξαρτάται από σένα και τότε το έχεις χάσει το παιχνίδι. Από τη μία είναι ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι το θέατρο και πρέπει να το αντιμετωπίζεις πολύ σοβαρά και να έχεις απαιτήσεις αλλά ταυτόχρονα πρέπει να είναι πάντα και παιχνίδι. Αυτό βέβαια ισχύει ή θα έπρεπε να ισχύει για τη ζωή συνολικά.
Σπούδασες εδώ στο Εθνικό Θέατρο και μετά έφυγες για σπουδές σκηνοθεσίας στη Μόσχα. Γιατί επέλεξες τη σκηνοθεσία και όχι την υποκριτική; Γιατί αυτά τα δύο είναι τελείως διαφορετικά.
Ναι, είναι τελείως διαφορετικά και χαίρομαι που το λες αυτό. Η σκηνοθεσία ήρθε ενστικτωδώς προς το τέλος των σπουδών μου εδώ. Κατάλαβα ότι δεν θέλω να παίζω, δεν είχα χαρά όταν έπαιζα, αισθανόμουν καταπίεση, διαφωνούσα με πράγματα, ήθελα κάτι άλλο και δεν τολμούσα να το προσδιορίσω ακριβώς γιατί ήταν κάπως συγκεχυμένο μέσα μου, γι’ αυτό δεν έφυγα και αμέσως.
Και γιατί δεν πήγες στην Αμερική ή στην Αγγλία να σπουδάσεις σκηνοθεσία; Πώς προέκυψε η Μόσχα;
Από την αγάπη μου προς εκείνο τον πολιτισμό, οδηγήθηκα ενστικτωδώς εκεί. Εντάξει, μιλάμε για τη χώρα που στην πραγματικότητα έχει προτείνει -αν θέλεις- στον υπόλοιπο κόσμο το θέατρο «ensemble». Επίσης με έλκει το άγνωστο πολύ, με τροφοδοτεί, μου δίνει σκοπό. Και η Μόσχα ήταν το άγνωστο. Τελικά ευτυχώς που πήγα εκεί, γιατί έχει σημασία να βρεις αυτό που εσύ προσωπικά ψάχνεις και εκεί όντως βρήκα μια σχέση με τη δουλειά και ένα δημιουργικό σύμπαν που έψαχνα.
Πώς βλέπεις τα πράγματα στην ελληνική θεατρική σκηνή;
Θα είμαι σκληρή (γέλια). Ας ξεκινήσουμε με τις δραματικές σχολές. Πόσες υπάρχουν στην Αθήνα; Τι πληθυσμό έχουμε, τι αγορά είμαστε για να έχουμε τόσες πολλές ιδιωτικές δραματικές σχολές, που ο καθένας μπορεί να ανοίξει αύριο το πρωί και άρα να παράγονται τόσοι εκατοντάδες ηθοποιοί ετησίως; Αυτό είναι παθογένεια. Δεν γίνεται να το αντιμετωπίζουμε ως κάτι υγειές, είναι πρόβλημα, γιατί παράγουμε πολύ περισσότερους ηθοποιούς από αυτούς που μπορούμε να απορροφήσουμε. Σπούδασα σε μια πόλη 15 εκατομμυρίων, τη Μόσχα, που έχει πέντε ινστιτούτα, τέσσερα θεάτρου και ένα κινηματογράφου, κρατικά όλα, και δε νομίζω ότι χρειάζονται άλλα. Άρα ήδη από κει ξεκινάει το λάθος, το πρόβλημα. Ένα το κρατούμενο, λοιπόν. Κι από την άλλη η οικονομική κρίση. «Βούτυρο στο ψωμί» όλων των αμφιβόλου προελεύσεως παραγωγών, ας τους πούμε έτσι. Έχει θολώσει τελείως το κομμάτι της παραγωγής, έχουμε αρχίσει όλοι να γινόμαστε χομπίστες, άνθρωποι δουλεύουν απλήρωτοι, ακόμα και μεγάλες παραγωγές εκμεταλλεύονται νέο κόσμο κι εγώ αναρωτιέμαι: στην Ελλάδα του 2017 τι διασφαλίζει το επάγγελμα, τι είναι αυτό που το κάνει επάγγελμα; Δεν υπάρχει καμιά δικλείδα ασφαλείας, καμιά προστασία. Η εκπαίδευση δεν έχει ανωτατικοποιηθεί, άρα παραμένει υποτιμημένη, η κατάσταση με όλες αυτές τις δραματικές σχολές ανεξέλεγκτη, οικονομικά έχουμε φτάσει στο «δούλεψε έτσι κι αν σ’ αρέσει», οπότε τι; Τι είναι αυτό που μας κάνει επαγγελματίες; Η κατάσταση ειναι φρικτή. Στο εργασιακό κομμάτι να πω βέβαια πως είναι και στο χέρι μας να μην δεχόμαστε να δουλεύουμε δωρεάν, να μην ανεχόμαστε να συμβαίνει αυτό, να θέτουμε κάποιους όρους.
Μπορείς όμως να περιορίσεις τους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο; Γιατί να μην έχει τη δυνατότητα ο καθένας να κυνηγήσει το όνειρό του;
Γιατί, όλοι οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν γιατροί γίνονται; Παντα γίνεται μια διαλογή με κάποια κριτήρια, με εξετάσεις, - πάντα θα υπάρχει και φύρα, δεν σημαίνει ότι είναι αλάνθαστα τα εκάστοτε ιδρύματα - αλλά με κάποια κριτήρια γίνεται μια επιλογή όπως σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Δεν γίνεται να βγαίνουν τόσοι ηθοποιοί το χρόνο! Αν υπήρχαν λίγες σχολές, μετρημένες στα δάχτυλα, θα ήταν πολύ μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός και άρα πολύ υψηλότερο το επίπεδο. Ναι, δεν θα μπορούσαν όλοι αλλά θα υπήρχε ένας πήχης κι ένας τρόπος να ελεγχθεί αυτό το πράγμα. Τρεις σχολές στην Αθήνα, μια στη Θεσσαλονίκη και μια στην Πάτρα είναι υπεραρκετές, δεν χρειαζόμαστε άλλες. Για μένα είναι τεράστιο θέμα αυτό και πολλά δεινά ξεκινούν από αυτό, και οικονομικής και καλλιτεχνικής φύσεως, γιατί πρέπει όλος αυτός ο κόσμος μετά κάπως να απορροφηθεί.
Έχεις παρουσιάσει πέντε δουλειές με την Ομάδα Πυρ που περιλαμβάνει εσένα, τον Αργύρη Ξάφη και την Δέσποινα Κούρτη. Υπάρχει κάτι κοινό στις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεστε;
Ναι, υπάρχει. Μας ενδιαφέρει η επαναδιαπραγμάτευση αυτού που ονομάζουμε «κλασσικό» (έχουμε ανεβάσει Πούσκιν, Σίλερ, Όμηρο) και πώς είναι ιδωμένο σήμερα ή μάλλον πώς μπορεί να είναι. Ακόμα και η «Μισαλλοδοξία» είχε τέτοιο ζητούμενο, κι ας μην ήταν δραματουργία. Αλλά επίσης μας αφορούν και οι καινούριες διασκευές, οι καινούριες μεταφράσεις, όπως έγινε τώρα με τη «Μόλλυ Σουήνη» ή όπως με τους «Ληστές» του Σίλερ παλιότερα. Δημιουργούμε από την πρώτη ύλη μια νέα εκδοχή του έργου, δική μας καθαρά.
Πληροφορίες για την παράσταση "Μόλλυ Σουήνη"
*Φωτογραφίες: Dionysis Lymouris