Συνέντευξη

Στέλιος Δημόπουλος: Συζητώντας για το #SupportArtWorkers

6 Ιουνίου 2020  |  από Συλβάνα Παπαϊωάννου
Στέλιος Δημόπουλος: Συζητώντας για το #SupportArtWorkers
Μιλήσαμε με τον ηθοποιό Στέλιο Δημόπουλο για το κίνημα #SupportArtWorkers και την επαγγελματική ταυτότητα του καλλιτέχνη.

Τη φετινή θεατρική σεζόν πρόλαβα, ευτυχώς, να παρακολουθήσω τον Στέλιο Δημόπουλο σε δύο εξαιρετικές παραστάσεις: Αξύριστα Πηγούνια, στο Από Μηχανής Θέατρο και στο Terror, στο θέατρο Αθηνών. Δύο τελείως διαφορετικοί ρόλοι, τους οποίους δεν είχε κανένα πρόβλημα να ερμηνεύσει άψογα. Είχα και την ευκαιρία, να του απευθύνω μερικές ερωτήσεις, αναφορικά με το κίνημα #SupportArtWorkers και τη ζωή του ηθοποιού, γενικότερα. 

 

Αρχικά, θα ήθελα να μου αναλύσεις την οπτική σου σχετικά με την ανάγκη η οποία γέννησε το κίνημα «Support Art Workers».

Οι καλλιτέχνες ήταν, είναι και θα είναι πάντα τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Πλην ορισμένων, πολύ συγκεκριμένων πολιτικοκαθεστωτικών, ψευδοκαλλιτεχνικών λόμπι που χαριεντίζονται με πολιτικούς, γλείφονται με διευθυντάδες και δήθεν θεατρανθρώπους της πλάκας, κλείνοντας δουλειές μέχρι το 2060, η βάση της καλλιτεχνικής κοινότητας –ή καλύτερα, εμείς οι φτωχοί άσημοι πουθενάδες, όπως μας αποκάλεσαν κάποιοι– απλώς αργοπεθαίνουμε. Και δυστυχώς το αργοπεθαίνουμε είναι κυριολεκτικό.

Ηθοποιός αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, που να μπορεί να επιβιώσει καθαρά και μόνο από την τέχνη του, δεν υπάρχει. Μπορεί να επιβιώσει μονάχα κάποιος που, από σήμερα και για το υπόλοιπο της καριέρας του, συνεργάζεται με κρατικούς φορείς όπως το Εθνικό θέατρο ή το ΚΒΘΕ. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε καταδικασμένοι να παλεύουμε να υλοποιήσουμε την τέχνη μας, το όραμά μας και τη δουλειά μας, υπό μεσαιωνικές συνθήκες. Για αυτό και το 97% των ηθοποιών, παράλληλα με την τέχνη τους, καταπιάνονται με πάσης φύσεως δουλειές για να επιβιώσουν.

Και αντί αυτό το πνεύμα απόλυτου ρομαντισμού απέναντι στο ιδεώδες να το εκτιμάμε και να το χαιρετίζουμε, το υποτιμάμε κα το χλευάζουμε. Να εξηγήσουμε λοιπόν στον μέσο πολίτη που μπορεί να μην έχει ιδέα περί τίνος πρόκειται, ότι στους κόλπους των καλλιτεχνικών κινημάτων υπάρχουν παιδιά που έχουνε τελειώσει νομικές, ιατρικές και κορυφαία πανεπιστήμια και αντί να κάθονται στα δικηγορικά γραφεία του πατερούλη τους και να πίνουν κοκτέιλ αποφασίζουν να πράττουν μέσω της τέχνης τους. Τι πιο όμορφο και παραγωγικό από αυτό;

Όπως είχε πει και η Στέλλα Άντλερ, στα μουσεία μας εκτίθενται έργα τέχνης και όχι το τραπεζικό βιβλιάριο κάποιου CEO. Αλλά άντε αυτό να το εξηγήσεις στην Ελλάδα του νοικοκυραίων που αργοπεθαίνουν, αποθεώνοντας παράσιτα. Στην Ελλάδα της ξενοφοβίας, του μισογυνισμού, της ομοφοβίας. Στην Ελλάδα του Κωστόπουλου, του Κόκκαλη, του Μαρινάκη, της Σάσα Μπάστα και του Λαζόπουλου.

Στην Ελλάδα των ζωντανών νεκρών, που τρέφονται από τα περασμένα μεγαλεία των προγόνων και που προσκυνούν μια εθνική ταυτότητα που δεν κατανοούν καν. Εκείνους τους Έλληνες που κυκλοφορούν με μια σημαία στην κωλότσεπη και είναι σε όλα καλύτερα από όλους τους άλλους, αλλά αν ακούσουν τα συγκινητικά λόγια ενός αρχαίου δράματός δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Ή αλλιώς στην Ελλάδα του υπαρξιακού κενού.

 

Η τέχνη δεν είναι σημαντική κατά πολλούς, όλοι όμως στραφήκαν σε αυτή για να αντέξουν τον εγκλεισμό. Για τους περισσότερους, η τέχνη είναι μια διέξοδος από τη δύσκολη καθημερινότητα. Παρόλα αυτά, εκείνοι εργάζονται κανονικά, αλλά δεν θεωρούν τους καλλιτέχνες εργαζόμενους με ίσα δικαιώματα.

 Ζούμε σε εποχές πρωτοφανούς πνευματικού σκοταδισμού. Στην εποχή των influencers και της κενότητας. Στην εποχή που ο ατάλαντος αγράμματος σεξιστής ράπερ, με τα ναρκωτικά και τα μπιστόλια είναι μάγκας. Που ο ανήθικος εταιρικός εκπρόσωπος που απλά κυνηγά το «μαρούλι», αποθεώνεται ως επιτυχημένος. Στην εποχή των αθλητικών παραγόντων και των στεροειδών. Της απανθρωπιάς και της κουτοπονηριάς. Της τρομοκρατίας και της καταστρατήγησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχω δουλέψει σε εταιρικό περιβάλλον, υψηλού ανταγωνισμού βλέποντας δεξιά και αριστερά ανθρώπους να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό, ενώ για μένα ήταν τα πιο ξεκούραστα χρήματα της ζωής μου. Μόνο που εγώ μετά τη βραδινή βάρδια, έπρεπε, αντί να πάω σπίτι να κοιμηθώ, να κάνω επιπλέον οκτάωρη πρόβα. Ποιος είναι πιο δυνατός άραγε; Οι καλλιτέχνες δεν είναι ούτε ψωνάρες, ούτε φελλοί και δεν επιζητούν την αναγνώριση κανενός. Ξέρουν ποιοι είναι, δεν ετεροκαθορίζονται και ξέρουν την αποστολή τους. Το μόνο που ζητούν είναι το σεβασμό ενός κράτους που επιδεικτικά τους αγνοεί.

 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το παρόν σε πρόβα του εθνικού θεάτρου, την ώρα που το κίνημα #SupportArtWorkers προσπαθεί να διεκδικήσει τον αυτονόητο σεβασμό απέναντι στους καλλιτέχνες. Αν δεν είσαι στο εθνικό ή στην Επίδαυρο, δεν είσαι καλλιτέχνης;

Όλα καλά. Πρώτα κατεβάζουμε την ισορροπία του Nas, με κλειδωμένα καμαρίνια και λογοκρισία. Μετά, εντελώς απροειδοποίητα, σκάει ο Πρωθυπουργός και είναι τιμή μας που τον υποδεχόμαστε. Έπειτα, κάνουμε μαζί του μια πολιτισμένη κουβέντα για την αλαζονεία της εξουσίας. Και τέλος στην Επίδαυρο γίνομαι η πρώτη χώρα που εξάγει πολιτισμό μετά την καραντίνα, σε όλο τον κόσμο.

Εξαγωγή πολιτισμού λοιπόν, την ώρα που ο κλάδος ΠΕΘΑΙΝΕΙ και παλεύει να διεκδικήσει τα βασικά. Πρόκειται είτε για μια φοβερά μεθοδευμένη πολιτική κίνηση ή για μια τρομερά αφελή, δεδομένης πάντα της χρονιότητας της στιγμής.

Τι λάθος έχουμε κάνει και φτάσανε οι καλλιτέχνες να είναι ένας ξεχασμένος ΚΑΔ στις λίστες του ΕΦΚΑ;

Κανένα λάθος δεν κάναμε. Αγαπάμε την τέχνη μας πολύ και βαθιά και αυτό μας έκανε να την κατατάξουμε πάνω από το χρήμα και την επιβίωσή μας. Απλά αυτό κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν και φτάσαμε στη θλιβερή αυτή εικόνα του σήμερα που δεν μπορούμε καν αν αποδείξουμε ότι υπάρχουμε.

 

 «Κάνε ό,τι θες, αλλά βγάλε και ένα πανεπιστήμιο μην πεινάσεις». Πόσο εύκολο είναι τελικά να υιοθετήσεις την ταυτότητα του καλλιτέχνη επαγγελματικά;

 Εγώ έβγαλα πανεπιστήμιο. Τέλειωσα το Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, και είμαι σίγουρος ότι και ηθοποιός να μη γινόμουν θα πείναγα. Γιατί κανείς δε μπορεί να αποδώσει σε κάτι που δεν αγαπάει. Μέχρι τώρα λοιπόν, για να συμμετάσχω στις παραστάσεις που έχω συμμετάσχει έχω ξύσει τηγανόλαδο στην ταβέρνα του Τζίμη –ενός σύγχρονου φιλοσόφου– στην Ηλιούπολη, έχω δουλέψει σε εταιρικό περιβάλλον με σακάκια και ταγιέρ, έχω κάνει ντιτζειλίκια για να μαζέψω δέκα φράγκα για να τα διαθέσω και πάλι σε αυτό που αγαπώ. Κάνεις λοιπόν δυο και τρείς δουλειές, γιατί οι πόροι από τη βασική σου δουλειά/αγάπη δεν επαρκούν.

 

Για άλλους η δουλειά είναι βάσανο και για άλλους δημιουργική διεργασία –νομίζω αυτός είναι και ο λόγος που ζηλεύουμε τους καλλιτέχνες. Για όλους όμως είναι βιοπορισμός. Πώς βιώνεις τον χρόνο που περνάει, έχοντας σου στερήσει όχι μόνο το «μεροκάματο», αλλά και πρόβες, παραστάσεις, δημιουργικότητα;

Ο ηθοποιός είναι ένας πλάσμα που τελεί υπό διαρκή αναμόρφωση και εξέλιξη. Αλλιώς γίνεσαι ένας στατικός μανιεριστής, που υποδύεται την ίδια περσόνα, ξανά και ξανά. Κάθε αναποδιά είναι για τον ηθοποιό πρόσφορο έδαφος για να μεγαλώσει και να δυναμώσει. Εγώ λοιπόν, αξιοποίησα την καραντίνα και μεγάλωσα. Είδα τις ταινίες που ήθελα, διάβασα τα βιβλία που δεν προλάβαινα να διαβάσω, άκουσα μουσικάρες και έφαγα όλα τα πράγματα που απαγορευόταν να φάω ενώ έπαιζα. Μεγάλωσα, λοιπόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

 

 Η μάχη του βιοπορισμού για τους ηθοποιούς ήταν δύσκολη και προ πανδημία –τώρα βέβαια έχει μετατραπεί σε αγώνα επιβίωσης. Πόσο εύκολο είναι να αποφύγεις δουλειές που απλά θα πληρώσουν το νοίκι;

 Αυτό είναι θέμα ανθρώπου. Δεν νομίζω να έκανα ποτέ διαφήμιση του ΝΟΥΝΟΥ ντυμένος δεινόσαυρος όσο και να ψωμολύσσαγα. Ούτε θα συμμετείχα σε μια παράσταση που δεν πραγματεύεται κάτι «μεγάλο». Αν δεν θες να κάνεις μια δουλεία ή νιώθεις ότι σε υποτιμά απλά μην την κάνεις. Είμαι υπέρ της θεωρίας: αν κάνεις κάτι, να το κάνεις με όλο σου το είναι, αλλιώς μην το κάνεις. Αν από την άλλη επιλέγεις μια δουλειά που δεν την γουστάρεις και την κάνεις για λόγους επιβίωσης, θεμιτό κατανοητό και ανθρώπινο, απλά μη μας σπας τα αρχίδια.

 

Αν η πανδημία εξολοθρεύσει το ανθρώπινο είδος, με ποιον ρόλο θες να κάνεις φινάλε;

Θέατρο χωρίς θεατές δεν γίνεται. Το θέατρο είναι μια ζωντανή τέχνη. Δημιουργείται από τον άνθρωπο με στόχο τον συνάνθρωπο. Ένας μεγάλος λοιπόν ρόλος χωρίς την ενέργεια του κοινού είναι ένας «νεκρός ρόλος». Θα προτιμούσα να κάνω φινάλε αγκαλιά με τη σύντροφό μου, τους φίλους μου, τα δυο μικροσκοπικά σκυλιά μου και την οικογένειά μου.