Φέτος, είχα τη χαρά να απολαύσω την υπέροχη παράσταση Μαμ, στο θέατρο Άβατον, την οποία σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστούσε παράλληλα η Καλλιρόη Βελέντζα. Με αφορμή, λοιπόν, το κίνημα #SupportArtWorkers, βρήκα την ευκαιρία να της θέσω μερικές ερωτήσεις, κυρίως γύρω από το πώς είναι πραγματικά να είσαι εργαζόμενη στον τομέα της τέχνης.
Αρχικά, θα ήθελα να σε ρωτήσω την άποψή σου σχετικά με την ανάγκη που γέννησε το κίνημα «Support Art Workers».
Νομίζω πως ήταν τόσο προκλητική η στάση της κυβέρνησης κατά το ξέσπασμα της κρίσης λόγω COVID-19 απέναντι στο σύνολο των καλλιτεχνικών εργατών που ήταν αδύνατο να μην συνασπιστεί μεγάλο μέρος τους. Χρόνια τώρα τα επαγγέλματά μας υποτιμούνται, όμως αυτή η συγκυρία το έφερε τόσο έντονα και με τόσο ακραίο τρόπο στην επιφάνεια που ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητο. Στην ουσία ήταν η ανάγκη της επιβίωσης που ένωσε τους εργαζόμενους στην τέχνη.
Είναι κάτι που γεννήθηκε και θα πεθάνει μέσα στο πλαίσιο του COVID-19 ή ήρθε για να μείνει;
Δεν μπορώ να το γνωρίζω, μόνο να εικάσω μπορώ. Εικάζω, λοιπόν, πως όταν απομακρυνθεί αυτή η ένταση της συγκυρίας, όταν μερικοί συνάδελφοι επιστρέψουν στις δουλειές, όταν πάψει γενικά να είναι σε πρώτο πλάνο η συλλογική ανάγκη για επιβίωση, θα χαθεί και αυτό το αίσθημα συλλογικότητας και σύμπνοιας που φαίνεται να υπάρχει, αλλά το θεωρώ λογικό. Το θεωρώ λογικό από την άποψη ότι ο μέσος καλλιτέχνης έχει υποστεί τόση απαξίωση και έχει περάσει από τέτοια σημεία εξαθλίωσης που θα χρειαστεί να παλέψει με όποιον τρόπο μπορεί για την επιβίωσή του, όπως έκανε τόσα χρόνια, κι αυτό ενέχει έναν εγωκεντρισμό.
Στην τέχνη, όπως το έχω βιώσει εγώ μέχρι σήμερα, έχουμε μάθει να κινούμαστε εγωκεντρικά, όχι από κακή ποιότητα χαρακτήρα, αλλά από ανάγκη. Θεωρώ πως είναι δουλειά του κράτους είναι να μας προστατεύσει. Ελπίζω αυτή η κρίση να μας αφήσει κάτι. Να γραφτούμε στα σωματεία μας, να συζητήσουμε με άλλους ανθρώπους, να διεκδικήσουμε από κοινού τα εργασιακά μας δικαιώματα.
Βέβαια, έχει κι αυτό τη δυσκολία του. Γιατί όταν δεν προέρχεσαι από κοινό χώρο και ιδεολογία πολλές φορές και οι προτεραιότητες στη διεκδίκηση διαφέρουν. Γι αυτό πάνω απ όλα, ελπίζω να μας αφήσει τη διάθεση για συζήτηση, να ακούσουμε και να αφουγκραστούμε ο ένας τον άλλον, τις ανάγκες όλων, και να προχωρήσουμε ορθολογικά και επί της ουσίας στις διεκδικήσεις που εξυπηρετούν το σύνολο των καλλιτεχνών και φυσικά την ίδια την τέχνη –πράγμα που, αν και φαντάζει, δεν είναι αυτονόητο.
Θα μπορούσε άραγε τη διαφορά ανάμεσα στην Artist και στην Art Worker την κάνουν τα χρήματα και ο σεβασμός, που τις περισσότερες φορές εκλείπει, από την κοινωνία;
Ο όρος καλλιτέχνης προσωπικά με ενοχλεί. Νιώθω πως φέρει μια ωραιοπάθεια και μια απροσδιοριστία, ενώ είναι καταγεγραμμένος στο συλλογικό ασυνείδητο με χαρακτηριστικά ιδιοτροπίας. Για εμένα όλοι θα έπρεπε να είμαστε εργάτες της τέχνης. Να φερόμαστε και να αντιμετωπιζόμαστε ως εργάτες. Όπως ο οικοδόμος που έχει μια συγκεκριμένη δουλειά να κάνει, πάει, την κάνει, πληρώνεται, ασφαλίζεται, τελειώνει τη δουλειά του και πάει σπίτι του και είναι φυσιολογικός άνθρωπος.
Γιατί η προσκόλληση σε αυτόν τον τίτλο ακριβώς είναι η πηγή πολλών κακών στη δουλειά μας. Από το ότι ο X εργοδότης θα ζητήσει από τον Ψ ηθοποιό/μουσικό/χορευτή να δουλέψει αμισθί και ανασφάλιστος για να προβληθεί, έως ότι ο Ψ ηθοποιός/μουσικός/χορευτής θα το δεχτεί για να πλουτίσει το βιογραφικό του. Να πω εδώ ότι παρόλο που το να δεχτεί κάποιος να δουλέψει υπό αυτές τις συνθήκες είναι κατά τη γνώμη μου ανόητο και αντισυναδελφικό, δεν μπορώ να κατηγορήσω κανένα συνάδελφο που επιλέγει να το κάνει, απεναντίας το κατανοώ απόλυτα.
Ο λόγος που το κατανοώ, παρόλο που δεν θα το έκανα ποτέ η ίδια, είναι ότι οι συνθήκες εργασίας στην τέχνη είναι τόσο κακές που δυστυχώς ο καθένας θα παλέψει όπως ξέρει και μπορεί. Και μπορεί αυτές οι επιλογές να χειροτερεύουν τα πράγματα, που μας φέρνουν στον εγωκεντρισμό που ανέφερα νωρίτερα. Όμως όταν δεν έχεις να φας, δυστυχώς, η αλληλεγγύη αποτελεί πολυτέλεια. Γι αυτό θεωρώ ότι πρέπει οι τέχνες να προστατευτούν. Πρέπει να δημιουργηθούν υγιείς εργασιακές σχέσεις. Σε αυτή την οδό θεωρώ αδιαπραγμάτευτη την ανάγκη υπογραφής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Να υποχρεωθούν και οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι να είναι τυπικοί.
Έχω υπάρξει εργοδότρια και ξέρω τη δυσκολία, όμως δεν με ανάγκασε ποτέ κανείς να κάνω παραγωγή, αν δεν μπορούσα να μην έκανα. Αναγνωρίζω βέβαια και την ανάγκη να υποστηριχθούν οικονομικά οι μικροί οργανισμοί, ακριβώς για να είναι τυπικοί προς τους εργαζόμενους και να εξακολουθήσει να υπάρχει αυτή η πολυχρωμία στο θέατρο. Πρέπει η δουλειά μας να αρχίσει να αντιμετωπίζεται σαν δουλειά και όχι σαν χόμπι. Αυτό ακριβώς πιστεύω ότι θα φέρει και αποτελέσματα υψηλότερης καλλιτεχνικής αξίας.
Είναι εντάξει να λέγεσαι καλλιτέχνιδα όταν βγάζεις λεφτά, αλλά αν είσαι στο μεροκάματο –βγάλε ρε παιδί μου και ένα πανεπιστήμιο– κάνεις την «τρέλα» ή το «χόμπι» σου. Έχοντας στην κατοχή σου και πτυχίο θεατρολόγου νιώθεις να αλλάζει κάτι; Πόσο εύκολο είναι να «ζήσεις» από την τέχνη –με ή χωρίς πτυχίο– τελικά;
Δεν διεκδίκησα ποτέ καριέρα θεατρολόγου. Κατ αρχάς, η θεατρολογία δεν είναι τέχνη, είναι επιστήμη. Ήταν το πρώτο μου πτυχίο και το αντιμετώπισα σαν ένα στάδιο πνευματικής και διανοητικής ωρίμανσης, σαν ένα εργαλείο για να πάω παρακάτω και να έχω μία ολοκληρωμένη γνώση του αντικειμένου μου.
Μου έδωσε την γνώση της επιστημονικής μεθοδολογίας και της παιδαγωγικής, ανέπτυξα μία καλή σχέση με το κείμενο και αποτέλεσε ένα χρήσιμο εργαλείο για να μπορέσω να κάνω τα δύο μου μεταπτυχιακά με επιτυχία, τα οποία μου έδωσαν πολλά επαγγελματικά εργαλεία που αξιοποιώ στην δουλειά μου. Ήξερα πάντα τι ήθελα να κάνω και τι μέλλον διεκδικώ. Ήθελα πάντα να σκηνοθετώ και να εργάζομαι ως ηθοποιός σε ομάδα, ήθελα να ασχολούμαι με την τέχνη. Γι αυτό δεν διεκδίκησα ποτέ θέση θεατρολόγου και δεν θέλησα να διδάξω. Γι αυτό και μετά τις ακαδημαϊκές μου σπουδές προχώρησα στις καλλιτεχνικές, στη Δραματική σχολή Θεάτρου Τέχνης-Κάρολος Κουν.
Το σύνολο των σπουδών μου το έκανα ώστε να είμαι καλύτερη στη δουλειά μου στην τέχνη, για να την υπηρετήσω καλύτερα, κι όχι ως συλλογή τυπικών προσόντων. Το να ζήσεις από την τέχνη είναι δύσκολο λόγω συνθηκών που δεν έχουν να κάνουν με τα τυπικά προσόντα.
Ο πρωθυπουργός έδωσε το παρόν σε μια πρόβα του εθνικού θεάτρου, την ώρα που η πολιτεία με το ζόρι στηρίζει τους καλλιτέχνες. Είναι μόνο εθνικό και Επίδαυρος άραγε ο πολιτισμός της χώρας, όσο αφορά τους ηθοποιούς;
Φυσικά, τα κρατικά θέατρα και φεστιβάλ είναι τα μόνα που έχουν αξιοπρεπείς συμβάσεις, τα μόνα που αντιμετωπίζουν τον εργαζόμενο ως όντως εργαζόμενο και όχι ως χομπίστα και νομίζω πως αυτό σχετικά –αν και όχι πάντα– αποτυπώνεται και στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Βέβαια, κατά τη γνώμη μου, ειδικά σε αυτή την περίπτωση είναι και λίγο δώρον-άδωρον η εν λόγω επίσκεψη. Θα είχε περισσότερο νόημα η επίσκεψη σε μία απλήρωτη πρόβα του ελεύθερου θεάτρου, με ηθοποιούς που πραγματικά παλεύουν με την ανέχεια κι όχι με τους ηθοποιούς του Εθνικού που έχουν την καλύτερη υπαρκτή σύμβαση στην Ελλάδα. Και καλά κάνουν και την έχουν φυσικά, απλά αυτό πρέπει να γίνει κανόνας και όχι εξαίρεση.
Η πολιτεία φαίνεται να απαξιώνει τους καλλιτέχνες, αλλά και η κοινωνία δεν πάει πίσω. Στην περίοδο της καραντίνας, αλλά και κάθε μέρα της ζωής μας στρεφόμαστε στην τέχνη για να αντέξουμε. Όταν όμως έρχεται η ώρα, για μας ο καλλιτέχνης δεν είναι εργαζόμενος με τα ίδια δικαιώματα –αφού διαπράττει ύβρη, ακολουθώντας κάτι έξω από όσα εμείς φυλακιζόμαστε.
Είναι αλήθεια ότι τις πιο πολλές φορές που θα τύχει να εκφράσω κάποιο παράπονο για τη δουλειά μου θα πάρω τη απάντηση: «μη διαμαρτύρεσαι, εσύ κάνεις αυτό που έχεις διαλέξει», λες κι αυτό αρκεί ας πούμε για να πληρώσω το ρεύμα ή αποτελεί καλή δικαιολογία για να είμαι ανασφάλιστη.
Λες και δεν δουλεύω, αλλά απλώς κάνω το κέφι μου και άρα δε δικαιούμαι να διαμαρτύρομαι. Προκύπτει και λίγο από τον χρωματισμό της λέξης «καλλιτέχνης» που συζητήσαμε νωρίτερα. Βέβαια τα εργασιακά μας δεν καθορίζονται από το πώς μας αντιμετωπίζει η κοινωνία, αλλά το κράτος.
Δεν είναι δουλειά των φίλων και συγγενών να καταλάβουν και να προστατεύσουν τα εργασιακά μου δικαιώματα, της πολιτείας είναι. Όχι ότι η κοινωνία δεν μπορεί να πιέσει την πολιτεία προς πάσα κατεύθυνση, απλά εγώ προσωπικά δεν έχω τέτοια απαίτηση σε αυτή τη φάση, ας το πιέσει συλλογικά ο κλάδος.
Η πανδημία, πέρα από το κίνημα «Support Art Workers», γεννά και μια δυστοπία που απλώνεται σταδιακά σε πολλές πτυχές της ζωής μας. Πώς νιώθεις για το μέλλον, ως ηθοποιός, ως πολίτης, ως άνθρωπος του θεάτρου και της τέχνης.
Δεν ξέρω τι, και αν μπορώ να σκεφτώ για το μέλλον. Δεν μπορώ να φανταστώ τι έρχεται και με ποιους όρους. Βέβαια, μέσα στην ανασφάλειά του κι αυτό έχει κάτι θετικό. Με συγκεντρώνει στο εδώ και το τώρα, ανακουφίζει το υπαρξιακό μου άγχος με ένα μυστήριο τρόπο. Σκέφτομαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Εγώ θα παραμείνω πιστή στον αξιακό μου κώδικα και τα ιδανικά μου κι αυτά θα μου δείξουν το δικό μου δρόμο.
Η τέχνη πάντοτε επιβιώνει, με τι προσωπικό κόστος όμως για τον καλλιτέχνη;
Η τέχνη υπήρξε πριν από τον καλλιτέχνη και θα υπάρχει μετά από αυτόν. Δεν μας χρωστάει κάτι η τέχνη, εμείς της χρωστάμε. Και αυτό έχει να κάνει με το αντικείμενο της δουλειάς, όχι με τα εργασιακά δικαιώματα. Στην αναλογία με τον οικοδόμο, σπίτια γίνονταν και θα γίνονται, το αν ο οικοδόμος θα φτιάξει ένα τοίχο με μεράκι ή θα τον φτιάξει πρόχειρα είναι ένα κομμάτι και το αν, πώς και πόσο θα πληρωθεί και θα ασφαλιστεί για τη δουλειά του ένα άλλο κομμάτι.
Δεν ξέρω τι πάει να πει προσωπικό κόστος, είναι η δουλειά μας, και δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία δουλειά που ζητάει πολλά. Οι γιατροί δηλαδή τι να πουν περί προσωπικού κόστους; Το θέμα είναι σεβαστούμε και να αξιολογήσουμε σωστά τη δουλειά και τους εαυτούς μας και να διεκδικήσουμε αυτό το σεβασμό και από το κράτος ώστε να προστατευτούν τα εργασιακά μας δικαιώματα και να αμοίβονται οι κόποι μας.