Συνέντευξη

Συνέντευξη με τον Βασίλη Μαγουλιώτη

30 Οκτωβρίου 2020  |  από Γιάννης Βανταράκης
Συνέντευξη με τον Βασίλη Μαγουλιώτη

Μετά από την απότομο κλείσιμο των θεάτρων λόγω κορωνοιού την άνοιξη, η παράσταση "Παίζοντας το θύμα"των Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεζνιάκοφ ανεβαίνει φέτος το φθινόπωρο στο υπόγειο του Εθνικού στο Rex σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή. Συναντήσαμε τον Βάλια τον οποίο υποδύεται ο Βασίλης Μαγουλιώτης και μιλήσαμε για την χαρά του που το έργο επανέρχεται στη σκηνή, την σχέση του ήρωα με τον νεκρό πατέρα του αλλά μας έβαλε και σε σκέψεις για το αν τελικά όλοι μας παίζουμε κάποιους ρόλους στη προσωπική ζωή μας.

 

Πώς είναι να επιστρέφεις μετά από τόσο καιρό στη σκηνή και υπό αυτές τις συνθήκες που ζούμε; 

Εκτιμάς, σίγουρα, εκ νέου την επαφή με το κοινό. Και την εκτιμά κι αυτό. Γιατί είχε σταματήσει να είναι αυτονόητη..Καταλήγαμε να νιώθουμε πως αυτό είναι όλο το θέατρο: πρόβες μέσα σε κλειστές αίθουσες,με μόνο στόχο να το καταφέρνουμε κάθε μέρα και καλύτερα ενώπιων των συναδέλφων.Όταν ανοίξαμε επιτέλους, η έλευση του κοινού ήταν αποκαλυπτική.Έγινε περισσότερο από ποτέ σαφές, το αυτονόητο:ότι αυτός είναι ο προορισμός κάθε θεατρικής πράξης:η συνάντηση με τους θεατές. 

 

Ποια είναι η σχέση του Βάλια με τον πατέρα του και πώς πιστεύεις ότι είναι να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς τον πατέρα του; 

Δεν γνωρίζω πώς είναι να μεγαλώνει ένα παιδί χωρίς τον πατέρα του. Δεν έχω ουσιαστική πείρα στο θέμα. Σίγουρα αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο πατέρας για ένα γιο είναι αναπόφευκτα μία κάποιου είδους πυξίδα. Κι η μητέρα επίσης. Αλλά ο πατέρας για έναν γιο, τουλάχιστον για μένα, είναι σαν μια εκδοχή του μέλλοντος. Σαν ένα είδωλο σαν μία δυνητική εκδοχή της ενηλικίωσης. Είτε θελκτική, είτε απωθητική. Αυτό που συμβαίνει στο Βάλια είναι ότι αυτό το είδωλο έχει μετατοπιστεί στον κόσμο των νεκρών, οπότε ο διάλογος με το είδωλο γίνεται με άλλους όρους. 

 

Τι ευχαρίστηση βρίσκει ο Βάλια στο να υποδύεται το θύμα; 

Εφόσον αυτός ο διάλογος με το είδωλο, που λέω πιο πάνω, γίνεται διάλογος ενός ζωντανού με έναν νεκρό, αυτή η δουλειά είναι μία φοβερή ευκαιρία για το Βάλια, ώστε να υπάρχει σε αυτό το μεταίχμιο ζωντανών και νεκρών. Υποδυόμενος κάθε μέρα (χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις ακρίβειας) ένα πρόσωπο που έχει πεθάνει, απαλλάσσεται από την ευθύνη του να φέρει τον εαυτό του ως συγκεκριμένη ταυτότητα ή θέση. Ταυτόχρονα, κάθε φορά «βιώνει» τρόπον τινά, τη στιγμή του θανάτου του κάθε προσώπου που υποδύεται κι έρχεται έτσι σε επαφή με το γεγονός του θανάτου, που,όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, το φοβάται πολύ. Έρχεται, όμως, σε επαφή με αυτό, χωρίς κανένα κόστος. Κάπως «δωρεάν». Κι αυτό τον βολεύει πολύ. Τον εξυπηρετεί, όπως λέει πάλι ο ίδιος, «σαν εμβόλιο, σαν να παίρνεις σε μικρές δόσεις αυτό που δε θέλεις να κολλήσεις». 

 

Υπάρχουν κοινά στοιχεία μ' έναν σύγχρονο Άμλετ; 

Είναι εξώφθαλμη η πρόθεση των συγγραφέων (πρόκειται για συγγραφικό δίδυμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση) να ομοιάσει το έργο στον Άμλετ, στις αρχικές συνθήκες του ήρωα τουλάχιστον. Αυτό όμως σύντομα κάπως εγκαταλείπεται από το ίδιο το έργο. Είναι σαν η δραματουργία του Άμλετ να χρησιμοποιείται σαν «μίζα», για να πάρει μπρος αυτός ο ήρωας, για να καταλήξει τελικά σε κάτι που δεν έχει να κάνει με μια εκδίκηση, ή μια αιμομιξία, αλλά με την ανάγκη του ήρωα να κάψει όλες τις γέφυρες που τον συνδέουν με τον κόσμο. Μια γενικότερη κατάργηση όλων των «αντανακλάσεων» που καθορίζουν τον εαυτό. 

 

Γιατί ο Βάλια φοβάται να αναμετρηθεί με τη ζωή; 

Μελετώντας το έργο, σκέφτηκα πως όλο το «ζουμί» θα μπορούσε να συνοψιστεί στη διαπίστωση πως η αγάπη πονάει (“Love hurts” που λέει και το τραγούδι). Είναι σαν δυο πράγματα αλληλένδετα. Και κάποιες φορές, προσπαθώντας να απαλλάξεις τον εαυτό σου από τον πόνο, καταλήγεις να τον απαλλάσσεις κι από την αγάπη ή για να το πω αλλιώς, η «σύνδεση» με τη ζωή είναι κάτι που φέρνει παρέα της και τον πόνο. Ο Βάλια φοβάται να συνδεθεί, κατά τη γνώμη μου. Η μόνη σύνδεση που φαίνεται να τον αφορά είναι αυτή με τον πατέρα του, η οποία όμως γίνεται μέσα από το κεφάλι του, που είναι κάτι αρκετά βολικό. Έχει αγκυροβολήσει λοιπόν στον κόσμο των νεκρών κι όλοι οι ζωντανοί του φαίνονται ανάξιοι σύνδεσης. 

 

Πιστεύεις ότι όλοι μας στη ζωή υποδυόμαστε ρόλους ώστε να ξεφύγουμε απ'τις φοβίες μας; 

Αλίμονο, όλοι «παίζουμε» στις ζωής μας, είτε συνειδητά, είτε όχι. Κι αυτό το κάνουμε για πολλούς λόγους. Ούτως ή άλλως όλοι έχουν πολλές εκδοχές του εαυτού τους ανάλογα με τη σχέση με τον απέναντι ή με τις συγκυρίες. Και δεν είναι και τόσο μεμπτό στο κάτω-κάτω της γραφής. Κανείς δεν είναι «ένας». Το να «υποδύεσαι» είναι μέρος της κοινωνικής λειτουργίας, μας αρέσει δε μας αρέσει. Πρώτα και κύρια, σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει ένας κάποιος ρόλος που πρέπει να φέρεις εις πέρας. Τώρα το κατά πόσο αυτοί οι «ρόλοι» διαμορφώνονται με άξονα το φόβο, είναι μια άλλη συζήτηση. Ο καθένας τις ξέρει τις φοβίες του, ή τουλάχιστον τις αισθάνεται, τις ψυχανεμίζεται. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από αυτές «παίζοντας». Αυτό που σίγουρα μπορείς να κάνεις «παίζοντας», είναι να πείσεις τους άλλους ότι αυτές (οι φοβίες) δεν υπάρχουν. Αυτό το ξέρουν να το κάνουν καλά οι άνθρωποι. Και στην ανάγκη γίνονται εξαιρετικοί ηθοποιοί.