Μιλήστε μου λίγο για το This Famous Tiny Circus theater group. Πώς ξεκίνησε η ιδέα και ποιοι είναι οι στόχοι του;
Ε.Σ.: Οι This Famous Tiny Circus Theater Group ξεκίνησαν το 2012 με πρωτοβουλία δική μου και του Κωνσταντίνου. Είχαμε την ανάγκη να εργαζόμαστε τακτικά και καθημερινά πάνω στη δουλειά μας, να μάθουμε την τέχνη μας μέσα από την πράξη και ο μοναδικός τρόπος για να μην αφεθεί αυτό στην τύχη του, εκείνη την στιγμή, ήταν η σύσταση μιας ομάδας. Στόχος μας είναι το Μικρούλι Τσίρκο να συνεχίσει να μεγαλώνει, να συναντιόμαστε και να συνεργαζόμαστε με καλλιτέχνες που εκτιμούμε, να δημιουργήσουμε μέσα από το μοίρασμα των γνώσεων, της φαντασίας και των εμπειριών μας κι έτσι να γεννηθούν όμορφες και ουσιαστικές παραστάσεις που θα μας εξελίξουν. Και να μην ξεχνάμε όλα αυτά να τα κάνουμε με χαρά! Δεν λειτουργούμε, όμως, αποκλειστικά σαν ομάδα, αλλά και σαν ατομικότητες. Είναι ανάγκη μας να βγαίνουμε έξω από το κλειστό σύστημα της ομάδας και να συνεργαζόμαστε και με άλλους ανθρώπους, ο καθένας ξεχωριστά. Για μας έχει μεγάλη σημασία και η προσωπική μας εξέλιξη μέσα στην ομάδα. Να χτίσουμε μια αμφίδρομη σχέση μέσα και έξω από την ομάδα, μια σχέση ανατροφοδότησης νέων εμπειριών και γνώσεων.
Πώς προέκυψε η παράσταση "Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα";
Κ.Μ.: Διαβάζουμε έργα από όλο το φάσμα της παγκόσμιας δραματουργίας πριν επιλέξουμε κάποιο. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βρεθήκαμε να ασχολούμαστε αποκλειστικά με το νέο-ελληνικό έργο, χωρίς να το έχουμε ακριβώς προγραμματίσει. Στα διηγήματα της Λένας Κιτσοπούλου μας έσπρωξε η συνεργάτις μας Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Ξεχωρίσαμε το πρώτο και το τελευταίο διήγημα από το «Μάτι του Ψαριού». Στην αρχή το άλμα από την Αναγνωστάκη στην Κιτσοπούλου φάνταζε τρομακτικό, επικίνδυνο. Ευτυχώς το τολμήσαμε. Μας πήγε πολλά βήματα πιο πέρα από τις ευκολίες μας.Τώρα νιώθουμε την ανάγκη να συνεχίσουμε να εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας με κάθε (επόμενη) επιλογή.
Γιατί νιώσατε την ανάγκη να μιλήσετε για αυτές τις δύο ιστορίες;
Ε.Σ.: Η Λένα Κιτσοπούλου είναι μια καλλιτέχνις που θαυμάζουμε πολύ για την τόλμη της. Δεν έχει φίλτρο. Εκτίθεται ακραία σε πολλά πεδία της τέχνης. Τα έργα της είναι ποτισμένα με πολλή ειλικρίνεια. Είναι αυθεντικά, είναι ελληνικά, μας αφορούν, μας αγγίζουν. Σου προσφέρουν γέλιο και κλάμα σε ίσες δόσεις. Βλέπεις μέσα σ’ αυτά τα έργα κομμάτια του εαυτού σου, την οικογένεια, τους φίλους, την κοινωνία ολόκληρη. Ο λόγος της τα ξεγυμνώνει όλα, τα ξεβρακώνει κυριολεκτικά. Σου λέει «να, έτσι είσαι κι εσύ, αυτοί είμαστε, ας το αποδεχτούμε». Αυτό που μου αρέσει, προσωπικά, στα έργα της Κιτσοπούλου είναι ακριβώς αυτό. Κι ότι δεν είναι καθωσπρέπει. Είναι τολμηρά, κι είναι αυτή η τόλμη της που ανοίγει χώρο στην αλήθεια να υπάρξει. Κι αυτό με συγκινεί πολύ. Ένας δεύτερος λόγος που μας ώθησε να επιλέξουμε τα συγκεκριμένα δυο διηγήματα είναι η εσωτερική συνοχή που έχουν. Μια νοητή γραμμή συνδέει τις διαφορετικές πλοκές τους, θα μπορούσαν να είναι ένα. Είναι σαν δυο επεισόδια της ίδιας ιστορίας: Δύο άντρες μόλις χωρισμένοι. Εγκαταλελειμμένοι ο ένας από την γυναίκα του και ο άλλος από τον άντρα του. Η ερωτική απόρριψη φέρνει στην επιφάνεια τον καλύτερο και το χειρότερο τους εαυτό. Τους δίνεται η ευκαιρία να έρθουν σε ένα ειλικρινές τετ-α-τετ με το εγώ τους. Ζώντας ο ένας μέσα σε μία ομόφυλη και ο άλλος σε μία ετερόφυλη σχέση πέρασαν από τον έρωτα στην απώλεια. Ο έρωτας, ο πόνος, η απόρριψη, η αγάπη, η απώλεια είναι έννοιες κοινές. Έννοιες που αφορούν κάθε άνθρωπο και κάθε φύλο.
Αυτά τα δύο πρόσωπα βρίσκουν συνεχώς αδιέξοδα μπροστά τους. Αλλά πάντα τραγουδώντας. Τι ελπίζουν, τι προσδοκούν από τη ζωή;
Κ.Μ.: Οι ήρωες της Κιτσοπούλου μιλούν από απόσταση κι εκ των υστέρων για τις ζωές τους, αλλά με λόγο έντονα φορτισμένο. Δεν προσδοκούν, δεν περιμένουν και δεν ελπίζουν τίποτα. Η τραγωδία της ζωής τους έχει ήδη συντελεστεί. Μονολογώντας ακατάσχετα γίνονται οι ίδιοι φορείς του δράματός τους, ενός δράματος σχεδόν κοινού, οικείου. Γίνονται ταυτόχρονα ο Πρόλογος, οι Πρωταγωνιστές και ο Χορός που τραγουδάει τα δικά τους πάθη. Παρ’ όλα αυτά δεν εισπράττω την παραμικρή απαισιοδοξία στα λόγια και στις πράξεις τους. Παρά μόνο μια ωμή, ενστικτώδη -αν και σπασμωδική- αντίδραση στην όλο και πιο ιλιγγιώδη πτώση τους. Γι’ αυτό και το τραγούδι έγινε επιλογή-μονόδρομος για την σκηνοθεσία. Το έναυσμα κρυβόταν στην στιγμή της ιερής μανίας του Δημήτρη Καραόλη ή «Καραφλομπέκατσου», όταν γυμνός και μόνος, κρεμασμένος στο μπαλκόνι του, κι όχι σε κάποια αίθουσα συναυλιών δεν δίστασε να γίνει υβριστής απέναντι στον Μπαχ, που υποστήριζε πως έχει σαν Θεό του, γεμίζοντας το αγαπημένο του πρελούδιο με στίχους χυδαίους. Στίχους που απευθύνονταν στον προδομένο έρωτά του. Την σκυτάλη πήρε ο Γιώργος της «Σπυριδούλας», ο οποίος καταλαμβάνοντας τον φυσικό χώρο του Καραφλομπέκατσου, από Σκηνής (θέατρο εν θεάτρω), τραγούδησε τα βάσανα της περασμένης του ζωής.
Στην ιστορία του Καραφλομπέκατσου, βλέπουμε ότι καταφέρνει να δημιουργήσει την καλύτερη παρτιτούρα της ζωής του, ενώ βρίσκεται στα όρια της απελπισίας. Γιατί πρέπει κάποιος να φτάνει στα όριά του;
Κ.Μ: Ποιος, άραγε, μπορεί να πει με σιγουριά πόσο κοντά στα όριά ή πόσο πιο μακριά, πιο έξω από αυτά χρειάζεται να βρεθεί κανείς ώστε να νιώσει κινητοποιημένος, δημιουργικός, ζωντανός; Ο λόγος για τον οποίο οι ήρωες των δυο ιστοριών διεκδικούν τον τίτλο των (σύγχρονων, έστω) συμβόλων, είναι γιατί δεν σταματούν να μιλούν ή να κραυγάζουν ενώ κρατιούνται με το ένα χέρι στην ζωή από το χείλος της απελπισίας και του μπαλκονιού τους. Γιατί είναι έτοιμοι να ρισκάρουν να αιωρηθούν στο κενό, γιατί επιλέγουν να δουν το κάθε αδιέξοδο όχι ως τέλος ή εμπόδιο, αλλά ως μια ευκαιρία για ανακατεύθυνση. Οι χαρακτήρες της Κιτσοπούλου μας δείχνουν προς μια νέα ανάγνωση του τραγικού: Ήρωες που ξεπερνούν τα όρια, αλλά που είναι άγνωροι, όχι της μοίρας πια, αλλά της τεράστιας δύναμής τους.
Πώς πιστεύετε ότι η κοινωνία μας αντιμετωπίζει το "διαφορετικό" σε όλα τα επίπεδα;
Ε.Σ.: Η κοινωνία μας είναι συντηρητική ακόμα κι αν φαινομενικά θέλουμε να υποστηρίζουμε το αντίθετο. Το διαφορετικό δεν το αντέχουμε γιατί δεν είναι γνωστό, και ό, τι άγνωστο είναι δύσκολα αποδεκτό. Αυτή η προδιάθεση δεν είναι κάτι που μπορούμε να εξηγήσουμε με τη λογική, είναι ενστικτώδης αντίδραση, και φόβος. Η πρώτη άμυνα είναι η απόρριψη. Γιατί αυτό μας είναι πιο πρόχειρο και πιο εύκολο. Είναι πολύ δύσκολο να ανοίξουμε και να δούμε ουσιαστικά τι συμβαίνει έξω από μας και να επικοινωνήσουμε καθαρά με αυτό. Έτσι έχουμε μάθει. Είναι πιο εύκολο να κρίνουμε και να απορρίψουμε από το να συναισθανθούμε και να αποδεχτούμε. Είναι σαν μια «υποχρέωση» να πρέπει να υπερασπιστείς αυτό που είσαι εσύ και μόνο εσύ. Ή εσύ και μόνο οι υπόλοιποι του συνόλου στο οποίο ανήκεις. Η λογική και το καθώς πρέπει υπερισχύουν του ενστίκτου (ή αν ο άνθρωπος δεν ικανοποιήσει το λογικό του δεν μπορεί να εμπιστευτεί το ένστικτό του). Όλο αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού παρά στην υποκρισία. Είναι σαν μία αυτόματη διαδικασία συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, καθόλου συνειδητή.
Υπάρχει τρόπος να γίνει η κοινωνία πιο δεκτική και ανθρώπινη;
Ε.Σ.: Πιστεύω πως οι άνθρωποι αν πάρουν καλό, θα δώσουν καλό. Είμαστε μιμητικά πλάσματα. Η κοινωνία θα γίνει πιο δεκτική και ανθρώπινη αν από την βάση της ξηλώσει τον εγωκεντρισμό και την νοοτροπία του «ο θάνατος σου, η ζωή μου». Η πραγματική καλλιέργεια του εαυτού είναι κάτι που πρέπει να ξεκινήσει πριν γεννηθείς, να σε περιμένει ήδη, να ‘ρθεις, να το δεις, να σ’ αρέσει, να το μάθεις, να το αφομοιώσεις χωρίς κριτική και κούνημα του δακτύλου. Αν ένας άνθρωπος αγαπηθεί και πάρει αποδοχή αυτό θα δώσει. Έτσι όπως είναι δομημένη η κοινωνία χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτό που περιγράφω είναι αστείο. Κι επειδή οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από το καλό, το όμορφο, το καθαρό στρέφονται στις τέχνες ζητώντας βοήθεια. Επίσης διαβάζουν, ταξιδεύουν, κάνουν ψυχοθεραπεία για να κάνουν αυτόν τον κόσμο στον οποίο βρέθηκαν εντελώς τυχαία λίγο πιο ανεκτό .
Η τέχνη δίνει το χώρο να εκφραστούν όλες οι απόψεις ή έχει γίνει κι αυτή συμβατική;
Ε.Σ.: Αν φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι η τέχνη δεν είναι πλέον «ανοιχτή», νομίζω ότι θα πρέπει την ίδια στιγμή να αποσυρθούμε. Αν η ζωή μας πλέον έχει γίνει πολύ δύσκολη και φορτική τόσο που ο φόβος μας πήρε τεράστιες διαστάσεις, η τέχνη μας ωθεί να τολμήσουμε και να συμφιλιωθούμε με τους φόβους μας. Είναι πηγή δύναμης και μοναδική διέξοδος. Οι άνθρωποι έλκονται από την τέχνη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, γιατί είτε ως καλλιτέχνες είτε ως θεατές, βρίσκουν έναν χώρο ελεύθερο να πουν και να ακούσουν αυτά που στην ζωή δεν επιτρέπεται να ακούγονται ή δεν τολμούν οι ίδιοι να εκφράσουν. Στην τέχνη υπάρχει ειλικρίνεια. Η τέχνη δεν χωράει το ψέμα. Στην ζωή φοράμε μάσκες. Μόνοι μας την κάνουμε συμβατική.
Κ.Μ.: Ιστορικά η τέχνη έχει δεχθεί πολλά πλήγματα: Λογοκρισία, απαγορεύσεις, αφορισμούς. Η ερώτηση του καιρού μας είναι αν η τέχνη παραμένει χρήσιμη για την κοινωνία, για τον άνθρωπο. Σε μια εποχή που η άποψη και ο δημόσιος λόγος, είναι το φτηνό, πρόχειρο υποπροϊόν της κουλτούρας και της συναναστροφής μας, η τέχνη (ή όσοι τεχνουργούν) διατρέχουν τον κίνδυνο να αντιγράψουν το ίδιο μοντέλο αμβλύνοντας την αγωνία τους να «ανήκουν» στην εποχή. Η χρησιμότητα της πολυφωνίας -που δεν είναι πάντα απόδειξη, ή άλλοθι δημοκρατίας- εξαρτάται από τα κίνητρα των δημιουργών και τις ειλικρινείς προθέσεις τους απέναντι στο ευάλωτο κοινό, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει καμία ανάγκη να τρέφεται με συμβατική τέχνη.
Υπάρχουν σκέψεις για μελλοντικές παραστάσεις;
Κ.Μ.: Ναι, υπάρχει ένας σχεδιασμός, μια σειρά από έργα που περιμένουν να γίνουν παράσταση. Κάποια από αυτά χρειάζονται ειδικές συνθήκες παραγωγής για να υλοποιηθούν, αλλά πρόκειται για σπουδαία έργα (ένα εμβληματικό νέο-ελληνικό και ένα σύγχρονο καταλανικό). Η συμμετοχή πολλών αξιόλογων συνεργατών στα προαναφερθέντα «σχέδια» είναι ένας πρώτος καλός οιωνός. Ευχόμαστε σύντομα να λυθεί και το θέμα της παραγωγής, ώστε να προχωρήσουμε!
Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα παίζεται στο θέατρο Σταθμός κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00
Φωτογραφίες @Kariofillis Gkrozoudis