Συνέντευξη

Μάνος Καρατζογιάννης: Ενώ έχω ο ίδιος ένα φαινομενικά έντονο επικοινωνιακό χάρισμα, στο βάθος είμαι μοναχικό άτομο.

25 Φεβρουαρίου 2019  |  από Πέπη Καλλίλα
Μάνος Καρατζογιάννης: Ενώ έχω ο ίδιος ένα φαινομενικά έντονο επικοινωνιακό χάρισμα, στο βάθος είμαι μοναχικό άτομο.
Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Σταθμός, μίλησε στο unstage για την Λούλα Αναγνωστάκη, για τις συνεργασίες του και για τις καλές και κακές κριτικές.

Πείτε μας δυο λόγια για την αγάπη σας στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη. Τι είναι αυτό που αγαπάτε πιο πολύ;

Η Αναγνωστάκη υπήρξε το πιο ποιητικό πρόσωπο της ζωής μου και της μέχρι τώρα καλλιτεχνικής μου πορείας. Έμαθα θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και μελετητής μέσα από το έργο της. Πρωτόπαιξα, σκηνοθέτησα στα έργα της και έγραψα για τα έργα της. Είμαι ευγνώμων. Πρόκειται αναμφίβολα για μια μεγάλη κλασσική συγγραφέα που θα περάσει και στις επόμενες γενιές. Κοντά της αισθανόσουν σα να έπαιζες σε έργο της, γεννημένος για τη «μεγάλη πράξη». Με τίμησε με τη φιλία της και έμαθα μέσα από το παράδεγμά της πως οι αληθινά μεγάλοι δημιουργοί μπορούν να είναι ταπεινοί και ότι οι ισχυρές καλλιτεχνικά προσωπικότητες μάχονται πάντα υπέρ των αδυνάτων. Έφερε η ίδια ένα άλλο ήθος. Στο έργο της ξεχωρίζω την τόλμη της να μιλήσει για πληγές του νεοελληνικού μας βίου, όπως η διχόνοια και η οικογενειοκρατία καθώς και το γεγονός ότι είναι η μόνη συγγραφέας που έχει γράψει τόσο πολλούς και ολοκληρωμένους νέους σε ηλικία χαρακτήρες.

 

Ο Κάρολος Κουν είχε πει με αφορμή τον "Ηχο του Όπλου": "Η σοφία αποκτιέται όταν δεν είναι πια αναγκαία". Τελικά μαθαίνουμε από τα λάθη μας, ώστε την επόμενη φορά να είμαστε καλύτεροι;

Ο Ρίλκε είχε πει σχετικά «Τις επιγνώσεις μας τις αποκτούμε πάντοτε εκ των υστέρων»..  Σα να χρειάζεται δηλαδή να πάθεις για να μάθεις. Κάποιες φορές ξανά. Έχουν δίκιο οι ποιητές. Και ο Κουν ξέρετε έγραφε ποίηση.. 

 

Γιατί διαλέξατε το συγκεκριμένο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη;

Γιατί μιλάει για την απώλεια. Κι εγώ έχασα πολλά και πολλούς τελευταία. Μάλλον τους αποχαιρετώ. Το έργο μιλάει για το χτες, για το αύριο που μας τρομάζει.. Είναι αν θέλετε και το πιο δημοφιλές έργο της Αναγνωστάκη γιατί εστιάζει με έναν τρόπο στην οικογένεια και στις παγίδες που κρύβει η οικογενειακή ζωή. Ίσως και επειδή μου λείπει η οικογένεια. Και με γοητεύει πάντα η ελευθερία που αποζητούν οι ήρωες του έργου, έστω κάποιες στιγμές που να αισθάνονται ελεύθεροι. Ο Κουν συνέκερινε τις ευαισθησίες και το χιούμορ του έργου με «τα μεγάλα κείμενα της τσεχοφικής δημιουργίας»

 

Υπάρχει μια τεράστια κρίση στη σχέση μητέρας και γιου στον "Ήχο του Όπλου". Γιατί πιστεύετε ότι έφτασαν τα πράγματα εκεί;

Είναι το «οιδιπόδειο» που λένε. Ίσως επειδή τα πρόσωπα αυτά εκτός από αλληλοεξαρτούμενα μοιάζουν και πάρα πολύ. Έχουν και οι δύο τάσεις φυγής - με διαφορετικό τρόπο - και αποζητούν και οι δύο την ελευθερία τους. Κάπου εκεί συγκρούονται οι επιθυμίες τους και χολαίνει η επικοινωνία. Δεν αντέχουν την εγγύτητα. Κάποιος από τους δύο χρειάζεται να θυσιαστεί.

 

Πρωταγωνιστείτε στις "Φυλές" σε σκηνοθεσί Τάκη Τζαμαργιά. Πώς προέκυψε η συνεργασία αυτή;

Διάβασα το έργο και ενθουσιάστηκα. Ήθελα να ενταχθεί στο ρπερτόριο του Σταθμός, στο οποίο έχω την καλλιτεχνική ευθύνη. Έκλεισα το έργο και σκέφτηκα αμέσως τον Τάκη Τζαμαργιά όχι μόνο γιατί έχω συνεργαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν αλλά και γιατί έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με τη βρεττανική δραματουργία («Ποιός σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα; », «Τα Ορφανά»). Από εκεί και πέρα ήρθα σε επαφή με τον συμπαραγωγό μας τον Αντώνη Περιστεράκο και σε συννενόηση με τον Τάκη διαμορφώθηκε ο υπόλοιπος θίασος.]

 

Πείτε μας δυο λόγια για το ρόλο σας στις "Φυλές". Φαίνεται ένας πολύ απαιτητικός ρόλος να υποδύεστε έναν κωφό. 

Ο Μπίλι, ένας χαρισματικός εκ γενετής κωφός νέος επιστρέφει μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο στο πατρικό του σπίτι. Προσπαθεί να ενσωματωθεί, ενώ παρατηρεί ότι παρά τις αλλαγές που έχει ο ίδιος βιώσει στην ουσία η οικογένεια του δεν έχει αλλάξει καθόλου. Η μητέρα του Μπέθ γράφει ημιτελή μυθιστορήματα, ο πατέρας του Κρίστοφερ ασχολείται αυτιστικά με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία μαθαίνοντας παράλληλα κινέζικα, ενώ τα δυο μεγαλύτερα του αδέλφια, Νταν και Ρουθ, δοκιμάζονται από ερωτικές απογοητεύσεις  και επαγγελματικές ματαιώσεις  αντίστοιχα. Στην προσπάθεια αναζήτησης της ταυτότητάς του ο Μπίλι επισκέφτεται την έκθεση μιας κωφής καλλιτέχνιδας. Εκεί γνωρίζει τη Σύλβια, μια πρώην διερμηνέα της νοηματικής γλώσσας – νυν εργαζόμενη σε μια φιλανθρωπική οργάνωση για κωφούς, που χάνει σταδιακά την ακοή της και μετατρέπεται σιγά – σιγά σε κωφή όπως και οι γονείς της και την ερωτεύεται.  Η Σύλβια τα φτιάχνει με τον Μπίλι, τον οποίο σταδιακά μυεί στην κοινότητα των κωφών μαθαίνοντας του τη νοηματική γλώσσα. Το έργο είναι ουσιαστικά μια αλληγορία γεμάτη χιούμορ και συγκίνηση για την ενσυναίσθηση, για το πόσο μπαίνουμε δηλαδή στη θέση του άλλου, στον κόπο του. Ακόμα και στις πιο κοντινές μας σχέσεις. Πρόκειται αναμφίβολα για έναν πολύ απαιτητικό ρόλο. O Mπίλι , εκ γενετής κωφός,  ζητά όχι μόνο να μην ακούω, αλλά και να «αφουγκράζομαι». Να μάθω μια καινούργια γλώσσα από την αρχή: τη νοηματική. Και να την εκφράζω με τα μάτια, τα χείλη, τα χέρια μου. 

 

Νομίζω ότι και οι δύο αυτές παραστάσεις (Ο Ήχος του Όπλου και οι Φυλές) έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη επικοινωνία. Είναι προφανώς ένα θέμα που σας απασχολεί ιδιαίτερα;

Από παιδί. Κι ενώ έχω ο ίδιος ένα φαινομενικά έντονο επικοινωνιακό χάρισμα, στο βάθος είμαι μοναχικό άτομο. Ευάλωτο και δυναμικό ταυτόχρονα. Κλειστός και ανοιχτός μαζί. Με αφορά μάλιστα πολύ ο τρόπος που επικοινωνούμε σήμερα μιας και η καθημερινότητά μας βάλλεται από την ταχύτητα και την αποσπασματικότητα. Με αποτέλεσμα η επικοινωνία να δυσχεραίνει.

 

Με τον Τάκη Τζαμαργιά έχετε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν. Τι σας δένει καλλιτεχνικά ή και προσωπικά;

Καλλιτεχνικά υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός στην προσωπικότητα του ενός προς τον άλλον. Πρόκειται για έναν ευαίσθητο, έντιμο, αυτοδημιούργητο, εργατικό καλλιτέχνη αλλά και επιστήμονα. Μην ξεχνάμε και την πανεπιστημιακή του ιδιότητα. Προσωπικά έχουμε γελάσει πολύ με τον Τάκη, μια και όταν δεν έχει άγχος έχει απολαυστικό χιούμορ.

 

Έχουμε διαβάσει πολλές καλές κριτικές για τον Ήχο του Όπλου που σκηνοθετείτε αλλά και για τις "Φυλές" όπου παίζετε. Εσείς πώς αντιμετωπίζετε την κριτική, καλή ή κακή; Σας επηρεάζει;  

Δεν ξέρω γιατί. Μου κάνουν συχνά αυτήν την ερώτηση. Με ψυχραιμία είτε είναι καλές είτε όχι. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε «Η γνώμη που έχουν οι άνθρωποι για έναν άλλον άνθρωπο δεν τον αλλάζουν τον άνθρωπο αυτόν». Θέλω να πω αν μου γράψουν καλά για έναν ρόλο, θα παίξω καλύτερα τον ρόλο; Ένας ηθοποιός κι ένας σκηνοθέτης με συνείδηση του έργου του γνωρίζει πάνω - κάτω τι έργο έχει επιτελέσει και μέχρι που. Τώρα σχετικά με τις παραστάσεις για να είμαι ειλικρινής χαίρομαι που τυγχάνουν αποδοχής αντάξιας της δουλειάς που έχει γίνει. Κακά τα ψέμματα οι κριτικές διαμορφώνουν ένα κλίμα. Θυμώνω όμως με τις κριτικές που δεν τεκμηριώνουν, δεν αναπτύσσουν ρητορική που είναι άλλωστε κύριο στοιχείο του θεάτρου. Με τα χρόνια διαβάζεις κάτω από τις λέξεις και μαθαίνεις να ξεχωρίζεις. Οι ευσυνείδητοι κριτικοί γνωρίζουν ότι στο βάθος και αυτοί κρίνονται.

 

Έχετε αναλάβει αρκετούς ρόλους. Είστε καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Σταθμός, είστε ηθοποιός και σκηνοθέτης. Πόσο δύσκολο είναι να τα συνδυάσετε όλα μαζί, μιας και τα κάνετε ταυτόχρονα;

Είναι δύσκολο να έχεις πάντα τη σωστή κρίση. Χρειάζεται συχνά να παραμερίσεις την προσωπική σου φιλοδοξία, ακόμα και το προσωπικό σου συμφέρον έναντι της ομάδας, του θεάτρου, του οποίου έχεις την καλλιτεχνική ευθύνη. Έπειτα ο συντονισμός των ανθρώπων σε μια συχνότητα ενός κοινού αγώνα δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολος. Χρειάζεται γενναιοδωρία, ψυχραιμία, εργατικότητα και μέτρο. Ό,τι δηλαδή και μια καλή ερμηνεία.

 

Τι εύχεστε για το μέλλον του ελληνικού θεάτρου;

Καλύτερες συνθήκες εργασίας. Πλουσιότερες αμοιβές, ακόμη και παραγωγές. Περισσότερα πρωτότυπα σημαντικά νεοελληνικά έργα. Λιγότερο marketing. Και για «να μιλήσω με το παλιό το στιλ» επιστροφή στην ιδέα της αφοσίωσης στην πρόβα!