Συνέντευξη

Βαλέρια Δημητριάδου: Δε γίνεται μετά από τόσους αγώνες τα πράγματα να μείνουν ως είχαν

31 Μαΐου 2021  |  από Γιάννης Βανταράκης
Βαλέρια Δημητριάδου: Δε γίνεται μετά από τόσους αγώνες τα πράγματα να μείνουν ως είχαν
Η Βαλέρια Δημητριάδου αυτόν τον καιρό βρίσκεται σε πρόβες με την ομάδα C. for Circus για το ανέβασμα του "Γλάρου" του Α.Τσέχωφ. Εμείς μιλήσαμε μαζί της και μας εξήγησε τους ενδοιασμούς που είχε στην αρχή για το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου, το ενδιαφέρον που βρήκε στο χαρακτήρα της Αρκάντινα και τέλος μας εξέφρασε τη μεγάλη της ανάγκη να συναντηθεί ξανά επί σκηνής με τους συναδέλφους της, παρά το μούδιασμα που μπορεί να νιώθει.
 
 
Πώς πέρασε όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας στη ζωή σου; Πόσο σε άλλαξε;
 
Πέρασα και συνεχίζω να περνάω από πολλά στάδια, καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Ούσα σχεδόν αφελής στην αρχή του λοκντάουν, θεωρώντας πως είναι κάτι που δε θα κρατήσει πολύ, το είδα ως μια ευκαιρία χαλάρωσης και ενδοσκόπησης. Το αντιμετώπιζα με αισιοδοξία και πίστευα πως στο τέλος θα βγούμε μόνο κερδισμένοι απ' αυτή τη δύσκολη συνθήκη. Προφανώς η πραγματικότητα με διέψευσε πανηγυρικά. Δε φανταζόμουν με τίποτα το μέγεθος όλου αυτού που θα ερχόταν. Οπότε, ναι, με πήρε αρκετές φορές από κάτω, σκοτείνιασα και μάζευα τα κομμάτια της χαμένης μου αισιοδοξίας, αλλά ταυτόχρονα βρέθηκε ο χώρος και ο χρόνος να ασχοληθώ με πράγματα πιο ουσιώδη από της πρότερης καθημερινότητάς μου, όπως είναι η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας. Άρχισα να είμαι ενεργή σε διαδικασίες που αφορούν τον κλάδο μου και τις χρόνιες παθογένειές του, να ενημερώνομαι πολύ πιο τακτικά και να έχω μία πιο σφαιρική εικόνα για διάφορα ζητήματα. Θα μπορούσα να πω ότι τελικά η ενδοσκόπηση που επιζητούσα στις αρχές της πανδημίας μάλλον επήλθε. Ίσως λίγο βίαια και όχι τόσο ρομαντικά όσο τη φανταζόμουν, όμως επήλθε. Μου έγινε πιο καθαρό τρόπον τινά το πού βρίσκομαι, ποιες είναι οι πραγματικές μου ανάγκες και πώς μπορώ να βρω την ευτυχία παρά τον πόλεμο που επικρατεί γύρω μου.
 

 
Ενώ δεν έχει βγει κάποια απόφαση της κυβέρνησης ξεκινήσατε πρόβες για τον Γλάρο. Αισθάνεστε παραγκωνισμένοι;
 
Ξεκινήσαμε πρόβες, γιατί απλώς δε γινόταν αλλιώς. Μπορεί η κυβέρνηση να θεωρεί οτι οι εργαζόμενοι του Πολιτισμού βολεύτηκαν με το πενιχρό επίδομα που δίνει, στην πραγματικότητα όμως η ανάγκη μας είναι να εργαζόμαστε - σεβόμενοι πάντα φυσικά τη συνθήκη και τα μέτρα της πανδημίας. Θέλουμε να είμαστε ενεργοί, να βρισκόμαστε με τους συναδέλφους μας, να κάνουμε πρόβες, να ερευνούμε, να ανακαλύπτουμε και φυσικά να παίζουμε. Πέραν όμως της μεγάλης μας ανάγκης να ξαναβρεθούμε, άλλος ένας βασικός λόγος που ξεκινήσαμε τώρα είναι το γεγονός ότι ο "Γλάρος" είναι μία παράσταση που έχει επιχορηγηθεί από το ΥπΠο, το οποίο θέτει ορισμένες προθεσμίες. Επιχορηγήθηκε λοιπόν για το ακαδημαϊκό έτος 2020-21 και με αυτό το δεδομένο είπαμε εξαρχής κι εμείς και οι συνεργάτες μας οτι μπορούμε να το κάνουμε. Οπότε, παρά την παράταση που δόθηκε για το Δεκέμβρη του 21, εμείς, για διάφορους λόγους, δε θα μπορούσαμε να την υλοποιήσουμε τότε. Ή εν πάση περιπτώσει θα έπρεπε να γίνουν αντικαταστάσεις ηθοποιών. Όσον αφορά το "παραγκωνισμένοι", θαρρώ πως είναι κάτι που αισθανόμαστε όλοι οι εργαζόμενοι στον χώρο του Πολιτισμού, ο οποίος αντιμετωπίζεται μόνο ως βάρος από την Κυβέρνηση, καθώς βασικό κριτήριο προτεραιοποίησής της είναι το κέρδος, με αποτέλεσμα να επικεντρώνεται μόνο σε όσα της το επιφέρουν.
 
 
Γιατί τον Γλάρο; Τι είναι αυτό που διέκρινες και ξεχώρισες;
 
Η επιλογή έγινε από τον Νικόλα Παπαδομιχελάκη. Πρότεινε στην ομάδα το έργο αυτό με πολλή θέρμη, είναι το αγαπημένο του. Μπορώ να πω πως αρχικά είχα τους ενδοιασμούς μου, ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα έργο τόσο γνωστό και χιλιοπαιγμένο. Δεν καταλάβαινα τι παραπάνω έχουμε να δώσουμε εμείς από τα άπειρα ανεβάσματα που έχουν γίνει και γιατί να καταπιαστούμε με αυτό, ενώ υπάρχουν τόσα άγνωστα στο κοινό κείμενα. Παρ' όλα αυτά, εμπιστεύτηκα την ανάγκη του Νικόλα και τώρα νιώθω μόνο τύχη που βούτηξα με τους συγκεκριμένους ανθρώπους σ' αυτό το έργο. Είναι πραγματικά πολύ καλογραμμένο, με τόση λεπτομέρεια και ουσία που δεν μπορείς να αφαιρέσεις ούτε μία του λέξη. Όλοι οι ήρωες, ένας προς έναν φέρουν έναν ολόκληρο κόσμο, με παρελθόν, παρόν και μέλλον, κι αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να τους δει σε βάθος και όχι επιφανειακά, μπορείς να ταυτιστείς με όλους. Οπότε, ξέρω πως δε λέω κάτι πρωτότυπο, αλλά αυτό διέκρινα. Την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και των μεταξύ τους σχέσεων, που αν την εμπιστευτείς δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τίποτα παραπάνω από το να υπηρετήσεις απλώς αυτές τις λέξεις, χωρίς καμία ανάγκη εντυπωσιασμού.
 
 
Υποδύεσαι την Αρκάντινα. Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι' αυτόν το ρόλο; Πώς είναι να υποδύεσαι μία ηθοποιό;
 
Είναι ένας ρόλος που μου κέντρισε το ενδιαφέρον από την πρώτη φορά που διάβασα το Γλάρο. Θα ήταν πολύ εύκολο να εστιάσει κανείς στα εξωτερικά-κοινωνικά χαρακτηριστικά της Αρκάντινα, στον τρόπο δηλαδή που φέρει τον εαυτό της, και να μείνει μόνο εκεί. Στο οτι δηλαδή είναι μια διάσημη ηθοποιός, με τάσεις εγωκεντρισμού και κυκλοθυμική διάθεση που επιβάλλεται στους τριγύρω, ανεξαρτήτως συνθήκης. Εγώ δε διαβάζω αυτό, ή τελοσπάντων, δε με καλύπτει αυτή η ανάγνωση. Αν και προβληματική, θεωρώ πως πρόκειται για μια βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική υπάρξη. Στα δικά μου μάτια είναι ένα κορίτσι που δεν ωρίμασε ομαλά, που δεν επέλεξε ακριβώς τη ζωή της, οπότε διψάει να ζήσει όσο μπορεί τώρα, στα 43 της. Παντρεύτηκε και έκανε παιδί πολύ νέα (γύρω στα 18) ενώ όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός. Τελικά αποφάσισε να ακολουθήσει το όνειρό της, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να βρει την ισορροπία μεταξύ καριέρας και οικογένειας, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει μόνη της έναν γιο (καθώς ο άντρας της πέθανε) χωρίς να του προσφέρει την απαραίτητη αγάπη και φροντίδα, που κατά τ' άλλα αποτελούν πυρηνικά της χαρακτηριστικά. Ερωτεύεται βαθιά τον Τριγκόριν, γι' αυτό και πληγώνεται εξίσου βαθιά όταν δεν τον αποδέχεται ο γιος της ή όταν ο Τριγκόριν ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα. Το γεγονός οτι είναι ηθοποιός από τη μία με φέρνει κοντά της, συναισθάνομαι δηλαδή τις ανησυχίες και τη συναισθηματική ρευστότητα που σου προκαλεί αυτή η δουλειά, από την άλλη όμως με απομακρύνει καθώς, τουλάχιστον κατά τα λεγόμενα της, δείχνει να την απασχολούν κυρίως όλα τα γύρω γύρω του επαγγέλματος, όπως η δόξα, οι κολακείες και η αποδοχή και όχι η τέχνη του θεάτρου αυτή καθ΄αυτή.
 
 
Τι ήταν αυτό που σε γοήτευσε στους τσεχωφικούς χαρακτήρες και στον κόσμο που φτιάχνει ο συγγραφέας;
 
Το έργο έχει τέσσερις πράξεις. Τέσσερις διαφορετικές μέρες. Οι πρώτες τρεις στη διάρκεια ενός καλοκαιριού με μικρή απόσταση μεταξύ τους και η τέταρτη δύο χρόνια μετά. Και στις τέσσερις συμβαίνει, με πολύ έντεχνο τρόπο, το ίδιο πράγμα. Παρακολουθείς μια μέρα που θα μπορούσε να την έχει βιώσει ο καθένας μας, μια απλή καθημερινή μέρα. Με γέλια, μουσικές, κουβεντολόι και παρεξηγήσεις. Κι όμως αυτή η φαινομενικά απλή μέρα κουβαλάει ένα τεράστιο φορτίο, καθώς έχει να αφηγηθεί και όλες τις μέρες που έχουν προηγηθεί και δεν έχουμε δει. Επιπλέον, όπως και στις τραγωδίες, όλα τα μεγάλα συμβάντα του έργου συμβαίνουν εκτός σκηνής και οι τσεχωφικοί ήρωες, ως άλλοι αγγελιοφόροι, έχουν να αφηγηθούν, μέσα από τις σχέσεις τους, τις συνέπειες αυτών των συμβάντων. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μία διττή αφήγηση που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο καθημερινό και στο μεγάλο, απρόσμενο και μη διαχειρίσιμο.
 
 
Διακρίνεις ομοιότητες με άλλα του έργα;
 
Σαφώς. Αρχικά, σε όλα του τα έργα αναδύονται κοινές θεματικές όπως ο ανεκπλήρωτος ή ο παράνομος έρωτας, η ανάγκη απόδρασης από τη ρουτίνα σε αντιπαραβολή με τη στασιμότητα και το συμβιβασμό, η απώλεια κάποιου οικείου προσώπου στο παρελθόν, οι φιλοσοφικοί και υπαρξιακοί στοχασμοί των ηρώων, η αντίθεση της πόλης με την επαρχία, ζητήματα βιοπορισμού και πολλά άλλα. Επίσης, έχει πολύ ενδιαφέρον να εντοπίζεις τα κοινά μεταξύ των ηρώων των έργων του. Συχνά μάλιστα είναι σα να βλέπεις τον ίδιο χαρακτήρα σε κάποια άλλη φάση της ζωής του, όπως για παράδειγμα η Μάσα του Γλάρου που φοράει πάντα μαύρα και αποφασίζει να παντρευτεί το δάσκαλο Μεντβεντένκο κι ας μην τον αγαπάει, μας θυμίζει κάλλιστα τη Μάσα από τις Τρεις αδελφές, που επίσης φοράει μαύρα και είναι παντρεμένη με το δάσκαλο Κουλίγκιν. Και υπάρχουν διάφορες τέτοιες αντιστοιχίες, άλλοτε πιο φανερές κι άλλοτε όχι τόσο, που όμως σου δίνουν την αίσθηση ότι όλα αυτά τα πρόσωπα ανήκουν σχεδόν στο ίδιο έργο.
 
 
Πώς είναι η σχέση με το γιο της Τρέπλιεφ;
 
Οριακή, κρέμεται πάντα από μία κλωστή. Υπάρχει σίγουρα αμοιβαία αγάπη, αλλά ταυτόχρονα πολύς θυμός. Από τη μία η Αρκάντινα, όσο κι αν αγαπάει το γιο της, θα προτιμούσε να μην τον έχει κάνει και να ζει πιο ελεύθερα (όσο βαρύ κι αν ακούγεται αυτό, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα) κι από την άλλη ο Τρέπλιεφ θα προτιμούσε να μην έχει διάσημη ηθοποιό για μητέρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είναι σαν να έπρεπε από παιδί να αποδεικνύει διαρκώς την αξία του και να ψάχνει να βρει τη θέση του σ' έναν χώρο αρκετά σκληρό, αυτόν της τέχνης, χωρίς όμως ποτέ να επιβραβεύεται η προσπάθειά του. Η αποδοχή λοιπόν και από τις δύο πλευρές είναι ο μεγάλος κόμπος που δεν έχει λυθεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας υποβόσκων ανταγωνισμός και μια σταδιακή φθορά.
 
 
Μετά από όλο αυτό το διάστημα αποχής πώς αισθάνεσαι που θα παίξεις μπροστά σε κοινό;
 
Λίγο μουδιασμένη είναι η αλήθεια, αλλά μου έχει λείψει τόσο πολύ το θέατρο -και ως ηθοποιός και ως θεατής- που αυτό που κυριαρχεί μέσα μου ως συναίσθημα είναι η ανυπομονησία. Θέλω να ξεκινήσουν οι παραστάσεις, θέλω να αρχίσουν τα γρανάζια να κινούνται πάλι. Θέλω να κάνουμε αυτό που μας γεμίζει με χαρά και δημιουργικότητα και παρά τις δυσκολίες να μην ξεχνάμε πόσο ζωογόνο είναι το επάγγελμα που έχουμε επιλέξει.  
 
 
Πόσο διαφορετικό θα είναι το θέατρο πλέον;
 
Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Άλλες φορές σκέφτομαι οτι δε γίνεται μετά από τόσους αγώνες, τόση συνδιαλλαγή και ώσμωση ιδεών τα πράγματα να μείνουν ως είχαν κι άλλες πάλι με πιάνει μια ματαιότητα οτι δε θα αλλάξει τίποτα και αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε σε αυτό που είχαμε συνηθίσει και είχαμε επιτρέψει να γίνει νόρμα. Αναφέρομαι κυρίως στις εργασιακές συνθήκες, που αφορούν είτε την οικονομική εκμετάλλευση του ηθοποιού, είτε την απαξίωσή του από "ανώτερους". Έγιναν -επιτέλους- πολύ σημαντικά βήματα και ως προς τα δύο σκέλη από το σωματείο μας και φυσικά τεράστιο ρόλο έπαιξε το κίνημα metoo που άλλαξε τις ισορροπίες, πάλεψε και συνεχίζει να παλεύει να φέρει ένα υγιές καθεστώς ισότητας και σεβασμού. Τώρα, όσον αφορά το κοινό, θέλω να πιστεύω πως του έχει λείψει το θέατρο και πως θα επέλθει μια περίοδος αναζωπύρωσης.