Συνέντευξη

Τζώρτζης Γρηγοράκης: Η βιωσιμότητα μιας σχέσης έχει να κάνει με την ισοτιμία και όχι την κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο για το κέρδος.

3 Σεπτεμβρίου 2021  |  από Πέπη Καλλίλα
Τζώρτζης Γρηγοράκης: Η βιωσιμότητα μιας σχέσης έχει να κάνει με την ισοτιμία και όχι την κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο για το κέρδος.
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης μίλησε για την πρώτη του μεγάλου μήκους, τις δυσκολίες των γυρισμάτων αλλά και τη χαρά του για την πολύ πετυχημένη πορεία του Digger.

Η ταινία πάει πολύ καλά στους κινηματογράφους. Βραβεύτηκε σε φεστιβάλ. Πρέπει να είσαι πολύ ευχαριστημένος από την πορεία της.

Είμαστε πολύ χαρούμενοι καταρχάς από την ανταπόκριση του κόσμου κι απ’ αυτά που φτάνουν στα αυτιά μας. Φαίνεται ότι η ταινία αφορά ένα κόσμο και προκαλεί συζητήσεις κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Φέτος υπάρχει φοβερός ανταγωνισμός, με πάρα πολλές ταινίες να βγαίνουν στις αίθουσες κάθε εβδομάδα. Παρόλα αυτά το κοινό στήριξε κάποιες ελληνικές ταινίες. Δε γίνεται πολύ συχνά αυτό.

 

Το καστ της ταινίας είναι εξαιρετικό. Δεν μπορώ να φανταστώ το ρόλο του Νικήτα να τον υποδύεται κάποιος άλλος εκτός από τον Βαγγέλη Μουρίκη.

Με τον Βαγγέλη στο μυαλό μου γράφτηκε το σενάριο. Δεν υπήρχε εναλλακτική, αν δεν μπορούσε ο Βαγγέλης, δεν θα υπήρχε ταινία. Τώρα το σκέφτομαι πιο έντονα, τότε μπορεί να έγινε ενστικτωδώς, αλλά η στάση ζωής, η κουλτούρα, η ηθική του έπαιξε ρόλο και ταίριαξε με τον πυρήνα του ήρωα. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Πιστεύω ότι σε ένα τέτοιο ρόλο, όπου η ηθική παίζει κυρίαρχο ρόλο, είναι σημαντικό ο ηθοποιός να έχει αυτό τον πυρήνα. Είναι τρομερά αφοσιωμένος σε αυτά που επιλέγει να κάνει, όπως και ο ήρωας στην ταινία είναι με το δάσος. Δίνει όλο του τον εαυτό. Κι αυτό είναι κάτι το εξαιρετικό και σπάνιο μαζί.

 

Η επιλογή των ηθοποιών είναι μια δύσκολη υπόθεση. Στην συγκεκριμένη ταινία, ποια ήταν τα κριτήρια;

Καταρχάς συνεργάστηκα με την Άννα Νικολάου στο κάστινγκ, η οποία πέρα από μια εξαιρετική κάστινγκ director, είναι συνεργάτης με πολύ δημιουργική σκέψη και συμβάλλει ουσιαστικά σε όλα τα επίπεδα της κινηματογραφικής διαδικασίας. Οι ιδέες της έχουν εξελίξει το σενάριο και έχουν δώσει καίριες λύσεις στην παραγωγή. Όταν ψάχναμε το κάστ, τελικά ενοποιήσαμε κάποιους χαρακτήρες σε έναν, ενώ κάποιοι άλλοι κόπηκαν.

Στους περισσότερους ρόλους οι ηθοποιοί που έπαιξαν, έχουν αποδείξει την αξία τους ήδη, οπότε δεν χρειάστηκε να περάσουν από κάποιο δοκιμαστικό για να τους επιλέξουμε. Το ζητούμενο ήταν η χημεία μας και η χημεία μεταξύ των ρόλων. Είμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε τόσο δυνατό καστ για όλους τους ρόλους. Η διαδικασία για να καταλήξουμε στον γιο ήταν πιο ιδιαίτερη και χρονοβόρα, γιατί είχαμε κλειδωμένο στη θέση του πατέρα τον Μουρίκη, οπότε υπήρχε η δυσκολία να ταιριάζει ένας νέος ηθοποιός με το Βαγγέλη.

 

Την ιδέα για το Digger από πότε τη δούλευες;

Κάπου το 2014 ήταν η πρώτη σύλληψη. Από την ιδέα βέβαια μέχρι να γίνει σενάριο έτοιμο για γύρισμα μας πήρε 4 περίπου χρόνια. Μας δυσκόλεψε αρκετά να ισορροπήσουμε τα διαφορετικά επίπεδα αφήγησης: τη σύγκρουση πατέρα-γιου, τον κοινωνικό διχασμό και την μεγαλύτερη σχέση μεταξύ ανθρώπου-φύσης-μηχανών. Μας πήρε ένα δύο χρόνια να φτιάξουμε ένα στιβαρό σενάριο ώστε να μπορέσει να διαβαστεί και να χρηματοδοτηθεί. Και μετά θέλει άλλα δυο τρία χρόνια για να χρηματοδοτηθεί μια ταινία στην Ελλάδα. Είχε αρκετές απαιτήσεις αυτή η ταινία, είχε ειδικά εφέ, δύσκολα γυρίσματα εξωτερικά σε ορεινές περιοχές, σε δάση, σε πίστες μοτοκρός, σε ορυχεία.

 

Πού έγιναν τα γυρίσματα; Γιατί ήθελες να είναι δάσος οξιάς; Πώς το δάσος λειτουργεί στην ιστορία που θέλεις να πεις;

Στο βουνό του Χολομώντα στην ορεινή Χαλκιδική έγινε το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων. Ψάχναμε δάσος φυλλοβόλο ώστε να φαίνεται καθαρά η αλλαγή των εποχών και συγκεκριμένα δάση οξιάς, τα οποία βρίσκονται σε υψόμετρο. Εν τέλη η επιλογή του μέρους έγινε με βάση το σπίτι όπου θα έμενε ο χαρακτήρας του Μουρίκη, ο Νικήτας, ένα σπίτι στη μέση του πουθενά. Και είχαμε βρει τέτοια σπίτια σε διάφορα δάση, αλλά σε δυσπρόσιτα μέρη που παραγωγικά ήταν πολύ δύσκολο να γίνει. Οπότε ψάχνοντας, βρήκαμε αυτό το σπίτι που ήταν μέσα σε ένα πανέμορφο άγριο δάσος αλλά και σχετικά εύκολα προσβάσιμο, και έτσι ορίστηκε τελικά το μέρος των γυρισμάτων.

Η αγάπη του πρωταγωνιστή για το δάσος που χάνεται από την εξορυκτική δραστηριότητα είναι στο κέντρο της ταινίας. Ο Νικήτας είναι σαν να είναι ένα ζώο του, που το προστατεύει και αυτό τον προστατεύει. Η αντίστιξη του φυσικού πλούσιου τοπίου με το κατεστραμμένο δάσος από μπουλντόζες, ξεραμένο, έδειχνε όλο το θέμα της υπερεκμετάλλευσης της φύσης με μια εικόνα. Η αντίθεση του δέντρου με το δάσος είναι και αυτή με το προσωπικό και το κοινωνικό. Το δάσος ουσιαστικά ταυτιζόταν με όλες τις θεματικές στης ιστορίας.

 

Ας μιλήσουμε για την προβληματική σχέση του Νικήτα με τον γιο του.

Το κέντρο της ιστορίας είναι αυτή η σχέση του πατέρα και του γιου, με έναν πατέρα που δεν ξέρει να είναι πατέρας και ένα γιο που δεν ξέρει να είναι γιος. Καθώς αρχίζει η ταινία είναι δύο άγνωστοι, που ουσιαστικά γνωρίζονται από την αρχή, και προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τους ρόλους τους. Ο γιος (Αργύρης Πανταζάρας) σκέφτεται πιο μηχανικά. Εμφανίζεται από το πουθενά και ζητά το μερίδιό του στο κτήμα. Αντιμετωπίζει τον πατέρα του όπως αντιμετωπίζει όλα τα πράγματα στη ζωή του, τη σχέση του με τις μηχανές. Είναι λίγο φευγάτος, δεν έχει ρίζες πουθενά, είναι σαν περιπλανώμενος, ζει λίγο στον αέρα, είναι εντελώς το αντίθετο από τον Νικήτα. Όπως αυτός ισορροπεί στον αέρα, ο άλλος (πατέρας) πατάει γερά στο έδαφος, είναι γειωμένος σαν ένα δέντρο που έχει ριζώσει εκεί. Βέβαια και οι δύο αλλάζουν στην πορεία μέσα από διαφορετικούς δρόμους. Και παρόλο που φαίνεται να ακολουθούν αντίθετες πορείες, κάπου συναντιούνται.

 

Η δική σου σχέση με τις μηχανές ήταν που σε έκανε να βάλεις στο χαρακτήρα του γιου ότι είναι μηχανόβιος;

Σίγουρα έπαιξε ένα ρόλο, αλλά θεώρησα ότι ταιριάζει με τον χαρακτήρα του περιπλανώμενου. Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, έχει πάρει μέρος σε αγώνες με τη μηχανή του, έχει κερδίσει κύπελα, έχει τα παράσημά του και επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Αυτό έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον, λειτουργεί ως μια αντιστροφή, γιατί ξέρουμε συνήθως στις ιστορίες ότι ο πατέρας είναι αυτός που επιστρέφει. Κάνει την οδύσσεια, τον άθλο του, χτίζει τον μύθο του και επιστρέφει να βρει το γιο. Εδώ λοιπόν γίνεται το αντίθετο. Κι αυτό είναι μια πραγματικότητα για τη δική μας γενιά. Είναι το παιδί πια που φεύγει για σπουδές στο εξωτερικό, δουλεύει, ψάχνεται κι επιστρέφει να βρει τον γονιό, και όχι απαραίτητα τον ίδιο γονιό που άφησε όταν έφυγε.

 

Στην ταινία έχουμε την καταστροφή του δάσους από μια μεγάλη εταιρεία, που για να κάνει εξορύξεις, προφέρει στους κατοίκους του χωριού, χρήματα και εργασία ώστε να τους πείσει να δώσουν τη γη τους. Και είναι αρκετοί αυτοί που δέχονται.

Κάποιο δέχονται να δουλέψουν σε μία θέση που από την μια τους βοηθάει να επιβιώσουν επειδή ίσως δεν έχουν πολλές επιλογές, αλλά από την άλλη συμβάλουν σε μια δραστηριότητα  που είναι εις βάρος του πλανήτη. Ενός πλανήτη που φωνάζει ότι δεν αντέχει άλλο πια την βουλιμία με την οποία καταναλώνουμε την ενέργειά του. Και κάποιοι ανησυχούν για το μέλλον του τόπου τους και το πως τα παιδιά τους δεν θα έχουν μέλλον όσο συνεχίζει η κοντόφθαλμη συμπεριφορά που την ορίζει το βραχυπρόθεσμο κέρδος. O τρόπος με τον οποίο ζούμε και ο ρυθμός που καταναλώνουμε έχει δημιουργήσει ένα σύνθετο ζήτημα.

Κατά ένα τρόπο όλοι έχουν δίκιο και κανείς δεν μπορεί να το βρει, γιατί είμαστε όλοι μπλεγμένοι μέσα σε αυτό και πολύ λίγοι από μας αναλαμβάνουμε πραγματικά την ευθύνη που μας αναλογεί. Ο εμφύλιος διχασμός που ξεσπάει, δεν υποστηρίζει τον ψύχραιμο διάλογο που χρειάζεται για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα και να βρεθεί ένα κοινό έδαφος επικοινωνίας. Η βιωσιμότητα (μιας σχέσης) έχει να κάνει με την ισοτιμία και όχι την κυριαρχία του ενός πάνω στον άλλο για το κέρδος.

 

Για σένα ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα στην ταινία αυτή; Τι ήθελες να πετύχεις;

Από το τέλος της ταινίας προκύπτει ότι δεν είναι όλα στην λογική του «κέρδους», δεν αγοράζονται και πουλιούνται όλα. Και γίνεται μέσω μια σχέσης που κάνει ένα κύκλο για να φτάσει σε ένα σημείο όπου πατέρας και γιος καταφέρνουν να γεφυρώσουν το χάσμα τους. Δεν θέλαμε να κλείσουμε όλα τα θέματα της πλοκής και της ιστορίας, που ρεαλιστικά δεν έχουν τέλος/λύση, αλλά να κλείσουμε το συναισθηματικό κομμάτι της σχέσης των πρωταγωνιστών που εξετάζαμε. Το ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι επικοινώνησαν τελικά, δε σημαίνει ότι τα βρήκαν και απαραίτητα. Θα έχουν να αντιμετωπίσουν κι άλλες δυσκολίες στο μέλλον. Αλλά σίγουρα κάτι μπήκε στη θέση του.