Κριτική

Φυλές: Ανήκειν, μια συνεχής μάχη.

21 Φεβρουαρίου 2020  |  από Συλβάνα Παπαϊωάννου
Φυλές: Ανήκειν, μια συνεχής μάχη.

Μετά το πέρας κάθε παράστασης, η ίδια πάντοτε ερώτηση. Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να αξίζει; Τι είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη παράσταση να αξίζει; Άλλες φορές είναι οι ερμηνείες.  Άλλες το κείμενο. Και άλλες και τα δυο. Μερικές φορές πάλι είναι το μετά. Αυτό που μένει. Σαν βαρίδι. Το κατακάθι. Αυτό που χρειάζεται λίγα λεπτά ακόμη, μετά το χειροκρότημα και τον αέρα έξω από την κεντρική είσοδο του θεάτρου. Το δύσκολο είναι να μεταφέρεις στο (ψηφιακό) χαρτί τα συναισθήματα που σου άφησε μια παράσταση. Ακόμη πιο δύσκολο, όταν φεύγοντας από το θέατρο συζητάς αν ο ηθοποιός ήταν τόσο καλός ή όντως είχε κάποια ιδιαιτερότητα.

Μια δυσλειτουργική οικογένεια. Κάθε μέλος της στον μικρόκοσμο του. Ο σεβασμός που νομίζεις δείχνεις στον άλλο, καμία φορά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια προέκταση της βολής σου. Οι φυλές – το εξαιρετικό κείμενο της Νίνα Ρέιν, σε μετάφραση της Έρις Κύργια–  είναι ένα έργο που σε ξεσκίζει. Οι ήρωες, επί σκηνής, πασχίζουν να ανήκουν. Πασχίζουν να ανήκουν σε μια «φυλή», κάποιες φορές μονάχα για την ίδια την ανάγκη της συμπερίληψης.

Ο Μπίλυ, ένας νεαρός εκ γενετής κωφός. Μεγαλώνει σε μια οικογένεια που αρνείται να αγκαλιάσει την διαφορετικότητά του, με τη δικαιολογία ότι έτσι δεν θα είναι πραγματικά «κωφός», δεν θα είναι διαφορετικός. Η ανάγκη του να ακουστεί και να τον αφουγκραστούν πνίγεται μέσα του μέρα με τη μέρα. Ο Μάνος Καρατζογιάννης έχει ταυτιστεί τόσο με το βίωμα ενός κωφού ατόμου, που επί σκηνής βλέπουμε έναν ηθοποιό να ενσαρκώνει στον υπέρτατο βαθμό τις ιδιαιτερότητες, τους φόβους και τις ανάγκες που γεννούνται σε ένα άτομο που ζει σε μια οικογένεια ακουόντων.

Η Σύλβια γεννήθηκε με φυσιολογική ακοή. Στην πορεία όμως κουφαίνεται. Μυημένη ήδη στους κόλπους των κωφών, καθώς έχει μεγαλώσει σε μια οικογένεια που μιλάει τη νοηματική γλώσσα, παρασύρει μαζί της τον Μπίλυ. Παρακολουθούμε δύο ανθρώπους να πασχίζουν να ανήκουν. Ο Μπίλυ στον κόσμο των κωφών και η Σύλβια σε έναν κόσμο για ακούοντες. Σε ένα κόσμο που δεν θα είναι όλα «βουβά». Η Καλλιόπη Παναγιωτίδου ξεκινά σιγά-σιγά να ξετυλίγεται επάνω στη σκηνή. Ένα βήμα τη φορά, οδηγείται σε έναν εκπληκτικό ολιγόλεπτο μονόλογο, ένα ξέσπασμα που ρέει φυσικά από μέσα της. Μια ερμηνεία που επιφέρει έναν κόμπο στον λαιμό και ένα βουβό δάκρυ.

Η Ελένη Μολέσκη και ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ερμηνεύουν τα δύο αδέρφια του Μπίλυ. Εξίσου δυσλειτουργικοί ρόλοι, με συνεχή την ανάγκη για αναγνώριση και επιβολή του εαυτού πάνω στον άλλον. Δυνατές ερμηνείες, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και σωματικής παρουσίας. Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη και ο Νίκος Γεωργάκης είναι οι γονείς του Μπίλυ. Παρότι είναι η αιτία του «κακού», ο πυρήνας της δυσλειτουργικής οικογένειας, οι ερμηνείες τους κουμπώνουν επικουρικά πάνω στου Μπίλυ και της Σύλβιας. Η μάνα είναι αρκετά ενοχική και συνεχώς έρχεται σε αντιπαράθεση με τον άντρα της.

Διστάζει να αγκαλιάσει πλήρως το κωφό παιδί της, όπως και τα άλλα δύο παιδιά της, με ένα διάχυτο φόβο συνεχώς επί σκηνής. Ο πατέρας είναι απόλυτος. Είναι εριστικός. Είναι σκληρός για το «καλό σου». Είναι ένας χειριστικός άντρας που δεν μπορεί να συνδεθεί στο ελάχιστο με τα μέλη της οικογένειας.

Καταλήγοντας και επιστρέφοντας πάλι στο αρχικό ερώτημα, στην περίπτωση του έργου Φυλές τη δυναμική της παράστασης την ορίζουν τόσο οι καθηλωτικές ερμηνείες όσο και το σκληρό κείμενο. Ένας συνδυασμός που αποτελεί πηγή συναισθηματικής εκτόνωσης και αφορμή για συζητήσεις.