Συνέντευξη

Άννα Μάσχα: Η δικιά μου Γερτρούδη είναι μια ώριμη και ζωντανή γυναίκα, που τρέμει το θάνατο και για να τον ξορκίσει οδηγείται στην πιο παρορμητική κι επιπόλαιη πράξη

29 Ιανουαρίου 2020  |  από Δέσποινα Κελεσίδου
Άννα Μάσχα: Η δικιά μου Γερτρούδη είναι μια ώριμη και ζωντανή γυναίκα, που τρέμει το θάνατο και για να τον ξορκίσει οδηγείται στην πιο παρορμητική κι επιπόλαιη πράξη
Η Άννα Μάσχα μίλησε στο unstage για το ρόλο της στον Αμλετ που παίζεται τώρα, για αγαπημένες παραστάσεις από το παρελθόν αλλά και για το ρόλο της ως δασκάλα υποκριτικής.

Υποδύεστε τη Γερτρούδη, μητέρα του Άμλετ, ένα τραγικό και αινιγματικό πρόσωπο συνάμα. Ποια πιστεύετε πως ήταν τα κίνητρά της;

 Η Γερτρούδη είναι ένα αινιγματικό πρόσωπο γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να της δώσει χώρο και χρόνο να εξηγήσει ή να απολογηθεί. Σύμφωνα με την πορεία της παράστασης λοιπόν, και τα λόγια του Άμλετ ότι η βασίλισσα φτιασιδώνεται για να αποφύγει το θάνατο, η δικιά μου Γερτρούδη είναι μια ώριμη αλλά ακόμα ζωντανή  και ερωτική γυναίκα, που τρέμει το θάνατο και για να τον ξορκίσει οδηγείται στην πιο παρορμητική κι επιπόλαιη πράξη- ένα μήνα μετά το θάνατο του άνδρα της παντρεύεται τον αδελφό του, κι εραστή της.                                                                                                                                      

 

Στο παρελθόν έχετε ερμηνεύσει τη Λαίδη Μάκμπεθ. Ανακαλύψατε ομοιότητες ή διαφορές στις δύο εμβληματικές σαιξπηρικές ηρωίδες;

Η Γερτρούδη και η Λαίδη Μακμπέθ έχουν πολλές και πολύ ουσιαστικές διαφορές. Η πρώτη είναι υποχωρητική, μένει στη σκιά, έχει καλές προθέσεις, και είναι μητέρα. Η Λαίδη είναι δραστική, πρωταγωνίστρια, φιλόδοξη, και άτεκνη. Η μια είναι πιο συμβατικά θηλυκή η άλλη πιο αρσενική. Μοιράζονται μία σημαντική ομοιότητα – το συντριπτικό αίσθημα ενοχής , που τις παρασύρει και τις διαλύει και τις οδηγεί στο θάνατο. 

 

Η συγκεκριμένη παράσταση/ανέβασμα κουβαλάει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο καθώς παρουσιάζεται σε ένα ιστορικό θέατρο που επαναλειτουργεί μόνο για μία σαιζόν, μονό για την συγκεκριμένη παράσταση σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, της κόρη του ιδρυτή του. Νιώθετε κάποιο ειδικό βάρος;

Για τον καθένα από μας έχει διαφορετική σημασία η επιστροφή στο ιστορικό αυτό θέατρο. Εμένα με πάει πίσω πολύ παλιά στην εφηβεία, τη δεκαετία του ’80, που είχα δει δύο παραστάσεις εκεί, απ’ τις πρώτες που είδα στη ζωή μου, και τις ατέλειωτες βόλτες στην πανέμορφη Πλάκα. Θυμόμουν την είσοδο του θεάτρου στην Αδριανού και καθόλου την μακριά συναρπαστική σκηνή που όμοιά της δεν νομίζω να υπάρχει στην Αθήνα. Στη σκηνή αυτή συγκατοικούν το ιστορικό Αμφιθέατρο, η μπουάτ Διαγώνιος που αναπαύεται στο υποσκήνιο και βέβαια εμείς σήμερα. Στο βίντεο της παράστασης του ’91 εμφανίζονται άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια. Προς το τέλος των προβών, όπου όλο αυτό το υλικό ενώθηκε κι άρχισε να γίνεται παράσταση, η αίσθηση του φθαρτού και του εφήμερου όπως είναι και η ίδια η τέχνη του θεάτρου, ήταν πολύ έντονη. Το ίδιο όμως και η μνήμη, που παίζει τα δικά της παιχνίδια, και κρατάει ό,τι θέλει να κρατήσει, εξιδανικεύει ή δαιμονοποιεί, ακριβώς όπως συμβαίνει και στο έργο.  

 

Μέσα από την μακρόχρονη πορεία σας υπάρχει κάποια παράσταση ή κάποιος ρόλος που ξεχωρίζετε;

Ξεχωριστή θέση στη ζωή μου έχει η πρώτη μου παράσταση με το θέατρο του Νότου το 1992 "Ιφιγένεια εν Ταύροις" σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η οποία δουλεύτηκε και παίχτηκε στη Νέα Υόρκη, μια συνολικά συναρπαστική εμπειρία. Αγαπώ όλη μου τη διαδρομή στο θέατρο Αμόρε με τα πάνω της και τα κάτω της. Πιο βαθιά όμως στην καρδιά μου κρατάω το "Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι", μια παράσταση πάνω σε διηγήματα του Ρέιμοντ Κάρβερ, και κυρίως "Το στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέημς και τον υπέροχο ρόλο της γεμάτης νιάτα και ζωντάνια αλλά και καταπιεσμένο πάθος και υστερία βικτωριανής γκουβερνάντας. Από πιο πρόσφατες παραστάσεις κρατώ το αναζωογονητικό και απελευθερωτικό "Μιστέρο Μπούφο" και τον περσινό μου ρόλο ως Λοχαγός Μπήτυ στο "Φαρενάιτ 451", όλα σε σκηνοθεσία του φίλου και συνοδοιπόρου Θωμά Μοσχόπουλου.                  

 

Παράλληλα με τις παραστάσεις διδάσκετε πολλά χρόνια υποκριτική. Τι αποκομίζετε από αυτή τη διαδικασία;

Η διδασκαλία είναι ένα ωραίο αλλά και πολύ κοπιαστικό πράγμα. Απαιτεί τεράστια συγκέντρωση και πνευματική αλλά και σωματική εγρήγορση. Με αναγκάζει να ψάχνω πιο βαθιά για απαντήσεις σε ζητήματα για τα οποία κι εγώ ψάχνομαι ακόμα. Επίσης με αναγκάζει να είμαι ειλικρινής απέναντι στα παιδιά κυρίως αλλά και στον εαυτό μου. Όταν σε κάτι δεν μπορώ να βρω λύση οφείλω να το ομολογώ κι όχι να καταφεύγω σε ευκολίες ή ψέμματα, όσο κι αν μπαίνω στον πειρασμό να το παίξω γερο-σοφός που τα ξέρει όλα. Δεν ξέρω ούτε τα μισά και η αθωότητα των παιδιών είναι ένας αμείλικτος καθρέφτης.                                                                                                                                                             

Όνειρα και σκέψεις για το μέλλον;

Θέλω να είμαι υγιής και το παιδί μου κι όλη μου η οικογένεια και όλοι όσους αγαπώ. Θέλω να αμείβομαι καλύτερα απ’ ό, τι τώρα. Θέλω να επισκεφθώ χιονισμένα τοπία και να δω το βόρειο σέλας. Σχέδια κάνω μόνο βραχυπρόθεσμα. Προτιμώ να κάνω όνειρα, είμαι πιο καλή σ’ αυτό.                                                                                                

Αμφι-Θέατρο Σπύρου Α.Ευαγγελάτου